Κατά το άρθρο 1438 Α.Κ. «Ο γάμος μπορεί να λυθεί με διαζύγιο. Το διαζύγιο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.»
Η λύση του γάμου είναι εφικτή είτε με διαζύγιο κατ’ αντιδικία, όταν για την περιουσία του ζεύγους, την επιμέλεια και τη διατροφή των τέκνων υπάρχει αγεφύρωτη διαφωνία μεταξύ των συζύγων, είτε με συναινετικό διαζύγιο, στην περίπτωση που οι σύζυγοι δύνανται να διευθετήσουν τα ζητήματα που προκύπτουν από την λύση του γάμου τους. Ο συναινετικός τρόπος λύσης του γάμου αποτελεί πλέον, ειδικά μετά το ν. 4055/2012, τον πιο απλό, γρήγορο και οικονομικό τρόπο για τη λύση του γάμου, καθώς μέσω της διαδικασίας αυτής διευθετούνται όλα τα ζητήματα που άπτονται των προσωπικών και περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, αλλά και των σχέσεων των γονέων με τα τέκνα τους (επιμέλεια, επικοινωνία, διατροφή) και μάλιστα σε μία συζήτηση ενώπιον Δικαστηρίου, αντί δύο που απείχαν μεταξύ τους έξι μήνες, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
Παρά την επιτάχυνση της διαδικασίας, η έκδοση της απόφασης λύσης του γάμου παραμένει σύνθετη υπόθεση, καθώς από το Δικαστή εξετάζεται ένα σύνολο προϋποθέσεων για την αποδοχή της αίτησης των συζύγων, όπως η προηγούμενη διάρκεια του γάμου, η ύπαρξη έγγραφης συμφωνίας των συζύγων για τα τέκνα τους, η απουσία δικαιωμάτων υπό αίρεση κ.α.
Η διαδικασία περιλαμβάνει τα εξής στάδια: Αρχικά, υπογράφεται ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο οι σύζυγοι δηλώνουν τη βούλησή τους να πάρουν διαζύγιο συναινετικά (έγγραφη συμφωνία διάζευξης των συζύγων). Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, μέσω συμφωνητικού διευθετείται και το ζήτημα της επιμέλειας και επικοινωνίας των τέκνων με τους γονείς τους. Σε ιδιωτικό έγγραφο αποτυπώνονται και άπασες οι συμφωνίες αναφορικά με την περιουσιακή κατάσταση των συζύγων.
Εν συνεχεία, κατατίθεται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου μία αίτηση για τη λύση του γάμου, η οποία συζητείται κατά τη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας. Η εν λόγω αίτηση συζητείται, κατά προσέγγιση κατόπιν δύο μηνών περίπου στα δικαστήρια της περιφέρειας, κατόπιν τριών ή τεσσάρων μηνών στην Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις. Κατά τη συζήτηση εισφέρονται από τους διαδίκους τα ιδιωτικά συμφωνητικά που αφορούν την απόφασή τους για συναινετική λύση του γάμου τους, τη ρύθμιση των περιουσιακών τους ζητημάτων και τα ζητήματα διατροφής, επιμέλειας και επικοινωνίας με τα τέκνα τους. Στα εν λόγω συμφωνητικά βασίζεται η δικαστική απόφαση που εκδίδεται στη συνέχεια. Οι σύζυγοι δύνανται να μην παρασταθούν αυτοπροσώπως κατά την ημερομηνία συζήτησης και να παραχωρήσουν ειδική πληρεξουσιότητα στους συνηγόρους τους, μέσω ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, προκειμένου να εκπροσωπηθούν κατά τη συζήτηση του συναινετικού διαζυγίου. Σημειωτέον ότι οι σύζυγοι δύνανται να εκπροσωπούνται αμφότεροι από έναν δικηγόρο καθ’ όλη τη διαδικασία.
Εντός των μηνών που έπονται της συζήτησης της αίτησης δημοσιεύεται η δικαστική απόφαση, με την οποία γίνεται δεκτή αίτηση διαζυγίου. Αξιοσημείωτο είναι ότι η απόφαση που εκδίδεται, και αφορά το σκέλος της επιμέλειας, επικοινωνίας με τα τέκνα και της διατροφής, αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Κατόπιν της έκδοσης της δικαστικής απόφασης, λόγω του ότι η τελευταία θα πρέπει να είναι αμετάκλητη, να μη χωρεί, δηλαδή κατά αυτής κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο, γίνεται παραίτηση από την άσκηση των ενδίκων μέσων και αίτηση χορήγησης σχετικού πιστοποιητικού.
Μετά τη λήψη του ανωτέρω πιστοποιητικού αμετακλήτου της απόφασης διαζυγίου από το Μονομελές Πρωτοδικείο, λαμβάνουν χώρα οι απαιτούμενες ενέργειες για την «πνευματική λύση» του γάμου. Ειδικότερα, απαιτείται η λήψη εισαγγελικής παραγγελίας, η οποία, από κοινού με τα λοιπά απαραίτητα έγγραφα, προσκομίζεται στη Μητρόπολη που υπάγεται η εκκλησία όπου τελέστηκε ο γάμος, και εκδίδεται σχετική βεβαίωση. Σε περίπτωση πολιτικού γάμου, τα έγγραφα λύσης του γάμου προσκομίζονται στο Ληξιαρχείο, όπου καταχωρείται πλέον η αλλαγή στην προσωπική κατάσταση των συζύγων.
Καθίσταται, επομένως σαφές ότι η διαδικασία της συναινετικής λύσης του γάμου είναι πλέον όχι μόνο οικονομικά συμφέρουσα, αλλά και ιδιαίτερα γρήγορη, σε σχέση φυσικά με τη διαδικασία της κατ’ αντιδικία λύσης του γάμου, καθώς είναι πλέον δυνατόν σε διάστημα που δεν ξεπερνά το ένα έτος ο γάμος να έχει λυθεί. Παρά ταύτα, είναι αυτονόητο ότι κάθε απόφαση των συζύγων για διάζευξη αρμόζει να αποτελεί προϊόν ώριμης και ψύχραιμης συναπόφασης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ύπαρξης ανήλικων τέκνων, τα οποία συνήθως υφίστανται τις συνέπειες της λύσης του γάμου με τον πιο επώδυνο τρόπο.
Από τη Σοφία Ι. Αντωνοπούλου