Η παρένθετη μητρότητα στα περισσότερα κράτη απαγορεύεται και δεν κατοχυρώνεται νομοθετικά. Η χώρα μας αποτελεί ένα από τα λίγα κράτη διεθνώς που έχουν ρυθμίσει νομοθετικά το ζήτημα αυτό και μάλιστα θεσπίζοντας πρωτοποριακές ρυθμίσεις, αν και αρκετά αυστηρές.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1β, 3 αρ. 8 και 9, 4, 13 του ν. 3305/2013 και 1458 Α.Κ. συνάγεται ότι παρένθετη μητρότητα καλείται η μέθοδος τεχνητής αναπαραγωγής, κατ’ εφαρμογή της οποίας, μια γυναίκα κυοφορεί και γεννά, η οποία ονομάζεται κυοφόρος, ύστερα από εξωσωματική γονομοποίηση και μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων με χρήση ωαρίων ξένων προς την ίδια, για λογαριασμό μιας άλλης γυναίκας, η οποία επιθυμεί να αποκτήσει παιδί, αλλά αδυνατεί για ιατρικούς λόγους. Η μεσολάβηση της κυοφόρου, που αναλαμβάνει να κυοφορήσει για λογαριασμό μιας άλλης γυναίκας, εγείρει σοβαρές αντιρρήσεις, καθώς ιδιαίτερα επισημαίνεται η «εργαλειοποίηση» του γυναικείου σώματος, που θίγει την αξιοπρέπεια της κυοφόρου, αλλά και ο υπαρκτός δεσμός μεταξύ της κυοφόρου και του κυοφορούμενου.
Προϋποθέσεις για την παρένθετη μητρότητα είναι καταρχάς η ιατρική αδυναμία της κυοφορίας, για απόκτηση τέκνων με φυσικό τρόπο, εξαιτίας ιατρικών λόγων. Η μεταφορά των ξένων γονιμοποιημένων ωαρίων στο σώμα της κυοφόρου επιτρέπεται με δικαστική άδεια, η οποία προέρχεται πριν τη μεταφορά τους, με έλεγχο νομιμότητας στον οποίο προβαίνει το δικαστήριο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η αιτούσα την άδεια είναι αποκλειστικά η γυναίκα που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο και αδυνατεί για ιατρικούς λόγους να κυοφορήσει και δεν πρέπει να έχει υπερβεί το 50ο έτος της ηλικίας της, ενώ πρέπει να έχει διενεργηθεί υποχρεωτικά ιατρική εξέταση για τους ιούς της ανθρώπινης ανοσιολογικής ανεπάρκειας (HIV, HIV2), ηπατίττιδα Β και C, σύφιλη τόσο στη γυναίκα που πρόκειται να κυοφορήσει, όσο και σε αυτούς που επιθυμούν αν αποκτήσουν τέκνο. Επίσης, η γυναίκα που πρόκειται να κυοφορήσει υποβάλλεται σε ενδελεχή ψυχολογική αξιολόγηση. Επίσης, απαιτείται η καταλληλότητα προς κυοφορία της κυοφόρου γυναίκας, η οποία αφορά στην κατάσταση της υγείας της, και οι δύο γυναίκες να κατοικούν στην Ελλάδα, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα «αναπαραγωγικού τουρισμού». Επιπλέον, το ωάριο πρέπει να προέρχεται όχι από την κυοφόρο, αλλά είτε από τη γυναίκα που επιθυμεί να αποκτήσει παιδί, είτε από τρίτη γυναίκα. Τέλος, η συμφωνία για την κυοφορία γίνεται γραπτώς και χωρίς οιοδήποτε αντάλλαγμα. Δε συνιστά αντάλλαγμα η καταβολή των εξόδων για την επίτευξη της εγκυμοσύνης, την κυοφορία, τον τοκετό και τη λοχεία και η αποζημίωση για κάθε θετική ζημία της κυοφόρου εξαιτίας της αποχής της από την εργασία της, εξαιτίας της απουσίας της με σκοπό την επίτευξη της εγκυμοσύνης, την κυοφορία, τον τοκετό, τη λοχεία. Η έγγραφη συμφωνία συνάπτεται με απλό ιδιωτικό συμφωνητικό ανάμεσα στα πρόσωπα που επιθυμούν να αποκτήσουν το τέκνο, της γυναίκας που θα κυοφορήσει το τέκνο αυτό και του συζύγου της, αν αυτή είναι έγγαμη. Το δικαστήριο ελέγχει την υύπαρξη νόμιμων όρων και όχι τη σκοπιμότητα της απόκτησης τέκνου με αυτό τον τρόπο. Αν η συμφωνία είναι άκυρη, λόγω π.χ. έλλειψης δικαιοπρακτικής ικανότητας ή παροχής ανταλλάγματος στην κυοφόρο κλπ, το δικαστήριο αρνείται την άδεια.
Σε ό,τι αφορά τη συγγένεια που δημιουργείται από τον τρόπο αυτό απόκτησης τέκνου, το άρθρο 1464 Α.Κ. ορίζει ότι μητέρα του τέκνου που θα γεννηθεί τεκμαίρεται αυτή στην οποία χορηγήθηκε η δικαστική άδεια, δηλαδή η γυναίκα που που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο αλλά αδυνατεί για ιατρικούς λόγους, και όχι η κυοφόρος.
Συμπερασματικά δηλαδή η νομοθετική κατοχύρωση της παρένθετης μητρότητας στην Ελλάδα αποτελεί πρωτοπορία του ελληνικού δικαίου έναντι των περισσότερων κρατών. Ο Έλληνας νομοθέτης, ωστόσο, ορθά έθεσε αυστηρές προϋποθέσεις για να αποφευχθεί η «εμπορία του γυναικείου σώματος και ο αναπαραγωγικός τουρισμός», τα οποία ιδιαίτερα σήμερα έχουν λάβει τεράστιες διαστάσεις.
Από τη Σοφία Ι. Αντωνοπούλου