Ι. Εισαγωγικά
Το ζήτημα της προσωπικής επικοινωνίας του τέκνου με τους γονείς του ρυθμίζεται στο άρθρο 1520 του Αστικού Κώδικα. Το δικαίωμα επικοινωνίας πηγάζει από το ευρύτερο δικαίωμα της προσωπικότητας και έχει την προστασία των σχετικών άρθρων 57 και 59 του Αστικού Κώδικα, ενώ υπερνομοθετικά κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ως βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη της οικογενειακής ζωής.
Το δικαίωμα της επικοινωνίας είναι σύμφυτο με τη γονική μέριμνα, εξυπηρετεί όχι μόνο τα συμφέροντα του γονέα αλλά και του παιδιού, αφού η διατήρηση της σχέσης του παιδιού και με τους δύο γονείς του είναι αναγκαία προϋπόθεση για την υγιή ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού, απορρέει δε από το συγγενικό δεσμό και το αίσθημα στοργής του γονέα προς το τέκνο του. Παραίτηση από το δικαίωμα επικοινωνίας δεν είναι δυνατή, για αυτό και κάθε τέτοια συμφωνία είναι άκυρη. Το δικαίωμα επικοινωνίας είναι λειτουργικό δικαίωμα, αποτελεί ταυτόχρονα και υποχρέωση-καθήκον του γονέα. Ο γονέας βέβαια δε μπορεί να εξαναγκασθεί σε επικοινωνία, αλλά η αδικαιολόγητη άρνησή του δεν είναι άμοιρη συνεπειών, αφού έτσι καθίσταται αδύνατη στο μέλλον η δυνατότητά του να την διεκδικήσει.
Ως συνταγματικά και υπερνομοθετικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, η επικοινωνία δεν μπορεί να αποκλειστεί, μπορεί όμως το δικαστήριο να επιβάλλει όρους σε αυτήν, και μόνο σε εξαιρετικά οριακές περιπτώσεις, όταν η επικοινωνία είναι ιδιαίτερα τραυματική για το παιδί, μπορεί το δικαστήριο να την αποκλείσει.
Το δικαίωμα επικοινωνίας συνυφαίνεται και απορρέει από τη γονική μέριμνα, συνεπώς αν ο γονέας εκπέσει από το δικαίωμα της γονικής μέριμνας, δεν δικαιούται πλέον να επικοινωνεί με το παιδί. Ο γονέας που έχει την επιμέλεια του τέκνου και με τον οποίο διαμένει το παιδί δεν μπορεί να προβάλει εμπόδια στην επικοινωνία του παιδιού με τον άλλο γονέα. Πρόβλημα συχνά ανακύπτει όταν ο γονέας με τον οποίο διαμένει το παιδί αναγκάζεται να μετακομίσει σε άλλη πόλη ή χώρα, με συνέπεια να δυσχεραίνεται το δικαίωμα επικοινωνίας του άλλου γονέα με το παιδί του. σε αυτή τη περίπτωση, επικρατεί το δικαίωμα της επιμέλειας, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν λαμβάνεται πρόνοια για την εξασφάλιση της επικοινωνίας του παιδιού με τον άλλο γονέα.
ΙΙ. Δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί μετά τη λύση του γάμου των γονέων του
Κατά την κρίση του γάμου και τη λύση αυτού με διαζύγιο, ζητήματα ανακύπτουν ως προς το δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί. Καταρχάς, σε περίπτωση λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, το άρθρο 1441 παρ. 3 του Αστικού Κώδικα απαιτεί για την έκδοση του συναινετικού διαζυγίου, τη συμφωνία των γονέων για την επιμέλεια και την επικοινωνία του παιδιού. Αυτό σημαίνει ότι οι γονείς, κατόπιν ειδικής συμφωνίας τους, ρυθμίζουν τα της επιμέλειας και επικοινωνίας με το τέκνο τους, ενώ η συμφωνία τους αυτή επικυρώνεται από το δικαστήριο και αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού.
Σε περίπτωση αντιδικίας των γονέων για τη λύση του γάμου τους και τη διεξαγωγή διαδικασίας κατ’ αντιδικίαν διαζυγίου, στην πλειονότητα των περιπτώσεων υπάρχει και αντιδικία αναφορικά με την επιμέλεια, διατροφή και επικοινωνία με το τέκνο. Τα σχετικά με την επικοινωνία καθορίζονται ειδικότερα από το δικαστήριο μετά την άσκηση αγωγής του δικαιούχου, ενδεχομένως και με τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Γίνεται, δε, δεκτό ότι σε δίκη για τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας, το δικαστήριο μπορεί να ρυθμίσει και το ζήτημα της επικοινωνίας γονέα και παιδιού, ακόμη κι αν δεν έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα, αφού αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου. Για τη ρύθμιση της επικοινωνίας με το παιδί δεν έχει σημασία ποιος ενδεχομένως ευθύνεται για τη διάσταση ή το διαζύγιο μεταξύ των γονέων. Κάθε απόφαση των γονέων, όπως και κάθε απόφαση του δικαστηρίου σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας, πρέπει να αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος του τέκνου. Συνεπώς, η ρύθμιση της επικοινωνίας από το δικαστήριο γίνεται πάντα με γνώμονα το συμφέρον του τέκνου, διότι η ρύθμιση του δικαιώματος από το άρθρο 1520 ΑΚ λειτουργεί στο γενικότερο πλαίσιο των διατάξεων που προβλέπουν την άσκηση του δικαιώματος και καθήκοντος των γονέων για τη μέριμνα υπέρ του ανήλικου τέκνου τους, με βάση και πρώτιστο σκοπό το συμφέρον του τέκνου. Το συμφέρον του τέκνου κρίνεται βάσει αξιολογικών κριτηρίων από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αλλά και πορισμάτων της παιδοψυχιατρικής και ψυχολογίας, ενώ η σχετική κρίση του δικαστηρίου πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου, λαμβάνεται υπόψη και η γνώμη του.
Γενικά κρατούντες όροι κατά την επικοινωνία του παιδιού με το γονέα του που δεν έχει την επιμέλεια, είναι ότι ο έχων την επιμέλεια γονέας οφείλει να μην παρεμποδίζει την επικοινωνία του δικαιούχου με το τέκνο του, αλλιώς αναφύεται ζήτημα κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, με δυνατότητα αφαίρεσής της από τον υπαίτιο γονέα, ενώ παράλληλα μπορεί να απειληθεί ο παρεμποδίζων γονέας με χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση από το δικαστήριο, και άρρηκτα συνδεδεμένες είναι και οι ποινικές του ευθύνες για παραβίαση δικαστικής απόφασης.
ΙΙΙ. Δικαίωμα επικοινωνίας με τέκνο γεννημένο εκτός γάμου
Η ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας λειτουργεί στο πλαίσιο των διατάξεων που προβλέπουν την άσκησή του, αλλά και του καθήκοντος των γονέων του για την άσκηση της γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου τους και προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσης γονέα-τέκνου, η οποία, όσον αφορά στον πατέρα, ιδρύεται α) με τη γέννηση του τέκνου κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του με το σύζυγο αυτής ή β) μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή ακύρωση του γάμου τους, ή γ) με την εκούσια αναγνώριση συμβολαιογραφικά, ή δ) με την δικαστική αναγνώριση ή ε) με την υιοθεσία. Έτσι, για τα τέκνα τα γεννημένα εκτός γάμου των γονέων τους, εφόσον προϋπόθεση του δικαιώματος επικοινωνίας είναι η ιδιότητα του γονέα, δε μπορεί να γίνει λόγος για προσωπική επικοινωνία πατέρα και τέκνου πριν από την αναγνώριση, ενώ το δικαίωμα αυτό αποκτάται μετά την αναγνώριση του παιδιού, η οποία έχει συνέπεια την απόκτηση της γονικής μέριμνας από τον πατέρα, εφόσον υπάρχει συμφωνία με τη μητέρα. Περαιτέρω, ο πατέρας μπορεί να αναγνωρίσει ως δικό του το τέκνο του που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, εφόσον συναινεί σε αυτό και η μητέρα του. Ο νόμος, βέβαια, προβλέπει τη δυνατότητα του πατέρα να αιτηθεί την ανάθεση σε αυτόν της γονικής μέριμνας ή μέρους αυτής, εφόσον αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου.
ΙV. Δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του δικαιώματος επικοινωνίας
Γενικά κρατούντες όροι κατά την επικοινωνία του παιδιού με το γονέα του που δεν έχει την επιμέλεια, είναι ότι ο έχων την επιμέλεια γονέας οφείλει να μην παρεμποδίζει την επικοινωνία του δικαιούχου με το τέκνο του. Αυτό συμβαίνει όταν ο υπόχρεος ενεργεί με πρόθεση ματαίωσης και αποτροπής της επικοινωνίας, πράγμα που συμβαίνει και όταν ο υπόχρεος γονέας παροτρύνει ή εξωθεί το τέκνο να αποφύγει την επικοινωνία με τον έτερο γονέα που έχει δικαίωμα επικοινωνίας. Αντίθετα, έχει κριθεί ότι δεν υφίσταται παρεμπόδιση όταν το ίδιο το τέκνο δεν επιθυμεί από δική του ανεπηρέαστη βούληση να επικοινωνήσει με τον άλλο γονέα. Αν
όμως πράγματι ο υπόχρεος παρεμποδίζει την επικοινωνία προκύπτει ζήτημα κακής άσκησης της γονικής μέριμνας εκ μέρους του γονέα που παρεμποδίζει, με συνέπεια τη δυνατότητα του παρεμποδιζόμενου γονέα να κινηθεί δικαστικά εναντίον του έτερου γονέα, ασκώντας αγωγή με αίτημα την άρση κάθε τέτοιας παρεμπόδισης και την παράλειψή της στο μέλλον, ακόμα και την ανάθεση σε αυτόν της επιμέλειας. Επίσης, μπορεί να απειληθεί με την απόφαση που ρυθμίζει την επικοινωνία χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση κατά του παρεμποδίζοντος την επικοινωνία γονέα. Τέλος, υπάρχει και η δυνατότητα επιβολής ποινής φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών, λόγω παράβασης της δικαστικής απόφασης που ρυθμίζει την επικοινωνία, μέσω της υποβολής έγκλησης εκ μέρους του παρεμποδιζόμενου γονέα εναντίον του άλλου.
Αν ο έχων το δικαίωμα επικοινωνίας γονέας διαμένει σε άλλη πόλη ή χώρα, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες, αλλά εκτιμώντας πάντα το συμφέρον του παιδιού, μπορεί να καθορίσει το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα που μένει σε άλλη πόλη, σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους κάθε έτος, ή συγκεκριμένες ημέρες κάθε μήνα, ανάλογα με την δυνατότητα μετακίνησης του παιδιού, με βάση τις εκπαιδευτικές, ψυχοσωματικές ανάγκες του παιδιού, την ηλικία του, τη σχέση του με τον γονέα που μένει σε άλλη πόλη ή χώρα κλπ. Εφόσον το δικαστήριο κρίνει ότι οι πολύ συχνές μετακινήσεις δύνανται καθ’ οιονδήποτε τρόπο να επηρεάσουν αρνητικά το παιδί, μπορεί να αποφασίσει για αυτό το λόγο την επικοινωνία του παιδιού με το γονέα σε λιγότερο συχνά χρονικά διαστήματα.
Συχνές είναι και οι περιπτώσεις που το τέκνο δεν θέλει να επικοινωνεί με το φορέα του δικαιώματος επικοινωνίας γονέα, ή κακοποιείται από αυτόν σωματικά ή ψυχολογικά. Το δικαστήριο οφείλει στην πρώτη περίπτωση, που το παιδί δεν θέλει να επικοινωνεί με το γονέα που έχει το δικαίωμα επικοινωνίας, να διερευνήσει αν αυτή η απόφαση του παιδιού είναι ανεπηρέαστη και απαλλαγμένη από ελαττώματα, διαμορφωμένη ελεύθερα και χωρίς παροτρύνσεις ή απειλές ή με οποιονδήποτε τρόπο επιρροές από τον άλλο γονέα. Στη δεύτερη περίπτωση σωματικής ή ψυχολογικής κακοποίησης του παιδιού, ο έτερος γονέας μπορεί να απευθυνθεί άμεσα στο αρμόδιο δικαστήριο, ασκώντας αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αιτούμενος την αναδιαμόρφωση του δικαιώματος επικοινωνίας του έτερου γονέα, ή σε ακραίες περιπτώσεις ακόμα και την αφαίρεση του δικαιώματος επικοινωνίας του παιδιού με το γονέα αυτόν.
Κακή άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται όταν ο φορέας του δικαιώματος γονέας βρίσκεται με το παιδί και δεν ενημερώνει τον άλλο γονέα για το πού βρίσκεται ούτε απαντάει στο τηλέφωνο. Τέτοιες περιπτώσεις δίνουν το δικαίωμα στον άλλο γονέα να αιτηθεί ακόμα και δικαστικά την τροποποίηση του δικαιώματος επικοινωνίας του έτερου γονέα με το παιδί, ενώ το δικαστήριο, αν εκτιμά ότι επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου, μπορεί να κάνει δεκτό ένα τέτοιο αίτημα.
Οριακή περίπτωση αποτελεί και η επιμονή του φορέα του δικαιώματος επικοινωνίας γονέα να ασκήσει το δικαίωμά του και να δει το παιδί, παρότι αυτό είναι άρρωστο. Τέτοια περίπτωση εκτιμάται επίσης με προσοχή από το δικαστήριο, καθώς αν το παιδί είναι πράγματι σοβαρά άρρωστο, ο γονέας που έχει την επιμέλεια οφείλει και έχει δικαίωμα να μην αφήσει τον άλλο γονέα να πάρει το παιδί. Ωστόσο, αυτό πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη φειδώ, καθώς μπορεί να θεωρηθεί ως κακή άσκηση της γονικής μέριμνας και παρεμπόδιση της επικοινωνίας του έτερου γονέα με το τέκνο του, επιφέροντας όλες τις συνέπειες που ήδη αναφέρθηκαν.
V. Η επικοινωνία του παιδιού που δεν έχει την επιμέλεια με το σχολείο του παιδιού
Πολύ συνηθισμένη περίπτωση, που αντιμετωπίζουν οι Διευθυντές των σχολικών μονάδων, είναι η προσκόμιση από τον γονέα που ασκεί την επιμέλεια του ανήλικου μαθητή δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του άλλου γονέα με το τέκνο, με την επίκληση της οποίας ο πρώτος αξιώνει την απαγόρευση οποιασδήποτε επικοινωνίας εντός του σχολείου μεταξύ του δεύτερου και του παιδιού (αφού οι σχετικές αποφάσεις προβλέπουν και ρυθμίζουν τα ζητήματα της επικοινωνίας με τα τέκνα κατά τα Σαββατοκύριακα, τις σχολικές εορτές Χριστουγέννων και Πάσχα, τις θερινές διακοπές και ενδεχομένως ορισμένα απογεύματα εντός της εβδομάδας), καθιστώντας υπεύθυνους τους εκπαιδευτικούς για την εκτέλεση και εφαρμογή της δικαστικής απόφασης. Όπως γίνεται αντιληπτό, φυσικά, η σχετική ευθύνη εφαρμογής και ερμηνείας της δικαστικής απόφασης ρύθμισης της επιμέλειας των τέκνων με τους γονείς τους αποτελεί ένα ζήτημα που δεν είναι δυνατό να ανατίθεται στους εκπαιδευτικούς και στους διευθυντές των σχολικών μονάδων, καθώς κάτι τέτοιο εκφεύγει του ρόλου τους.
Αναφορικά με το θέμα αυτό, θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα σημεία: Κατά πρώτον, η δικαστική απόφαση η οποία ρυθμίζει την επικοινωνία του παιδιού με τον έναν γονέα, που δεν έχει την επιμέλειά του, αποτελεί απόφαση ισχύουσα υπέρ και κατά μόνο των προσώπων, που συμμετέχουν στη δικαστική αντιδικία, ήτοι κυρίως των δύο γονέων. Τούτο σημαίνει στην πράξη ότι το σχολείο δεν συγκαταλέγεται στα πρόσωπα που δεσμεύονται από την ισχύ (ήτοι το δεδικασμένο) της δικαστικής απόφασης. Κατά συνέπεια, μόνος υπόχρεος να τηρήσει επακριβώς την απόφαση είναι ο γονέας που διαμένει με το παιδί, ο οποίος οφείλει να έχει το παιδί στη διάθεση του άλλου γονέα όταν και όπου η πιο πάνω απόφαση ορίζει. Επομένως, ο γονέας που δεν μένει με το παιδί και δεν ασκεί την επιμέλειά του είναι ο μόνος που νομιμοποιείται να επιδιώξει την εφαρμογή και εκτέλεση της δικαστικής απόφασης και να υλοποιήσει το δικαίωμά του σε επικοινωνία, ενώ κανένα άλλο πρόσωπο δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο για τη μη εκτέλεση της απόφασης, εκτός από τον γονέα που μένει με το παιδί. Για το λόγο αυτό άλλωστε, η επικοινωνία ορίζεται σε χρονικά διαστήματα που το παιδί βρίσκεται μαζί του, και ο οποίος υποχρεούται να το παραδώσει στον άλλο γονέα, και δεν ορίζεται βεβαίως σε χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία το παιδί βρίσκεται στο σχολείο. Κάτι τέτοιο βέβαια θα επέφερε βλάβη του δικαιώματός του στην εκπαίδευση κι επομένως δεν θα εξυπηρετούσε το συμφέρον του, στο οποίο όμως αποβλέπουν σε κάθε περίπτωση οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις.
Όσον αφορά την επικοινωνία, η άποψη ότι το γεγονός πως δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε επικοινωνία δεν ορίζεται ειδικά από την ισχύουσα απόφαση, είναι εσφαλμένη, διότι ταυτίζει την έλλειψη μη ειδικότερης πρόβλεψης για επικοινωνία στο χώρο του σχολείου με την απαγόρευση αυτής. Όμως, η προσωπική επικοινωνία μεταξύ γονέα και τέκνου περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και την τηλεφωνική επικοινωνία και την αλληλογραφία, μορφές οι οποίες μπορούν να γίνονται παράλληλα με την κυρίως επικοινωνία. Ενδεχόμενη αποδοχή της λογικής της άποψης περί απαγόρευσης όποιας επικοινωνίας δεν ορίζεται ρητά στην απόφαση θα σήμαινε ότι, εάν η εκάστοτε δικαστική απόφαση περί επικοινωνίας δεν περιλαμβάνει ειδική πρόβλεψη για την ανταλλαγή φερ’ ειπείν τηλεφωνημάτων μεταξύ του γονέα και του τέκνου του, αυτά είναι απαγορευμένα. Τούτο όμως είναι εσφαλμένο, διότι μόνο εάν διαπιστώνεται, λόγω ειδικών περιστάσεων, η δυσμενής επίδρασης αυτής της επικοινωνίας, μπορεί να γίνει εκ νέου προσφυγή στη δικαιοσύνη. Επομένως, εάν δεν απαγορευθεί ρητά από το δικαστήριο, δεν μπορεί να αποκλειστεί επικοινωνία που δεν είχε προβλεφθεί ειδικά από αυτό. Το αυτό ισχύει και για τις προσωπικές συναντήσεις του γονέα με το παιδί καθ’ εαυτές. Αλλιώς, εάν δηλαδή απαγορευόταν οποιαδήποτε προσωπική συνάντηση σε χρόνο και τόπο μη προβλεπόμενο από τη δικαστική απόφαση, οι συνέπειες θα ήταν εξαιρετικά ανεπιεικείς, και μάλιστα εις βάρος του ανήλικου, όπως για παράδειγμα σε περίπτωση που ο γονέας ήταν ‘υποχρεωμένος’ να αγνοήσει την παρουσία του τέκνου του και να μην χαιρετίσει αυτό, όταν συναντηθεί μαζί του στο χώρο που το τελευταίο φοιτά, όπως σε περίπτωση επίσκεψης του γονέα που δεν μένει με το παιδί, προκειμένου να ενημερωθεί για την πρόοδο κλπ του τέκνου.
Ο Συνήγορος του Πολίτη, επιφορτισμένος από το νόμο να προασπίζεται το συμφέρον του παιδιού, κατά πάγια τακτική του δεν υιοθετεί πρακτικές που οδηγούν στη δημιουργία ανεπιεικών για τους ανήλικους καταστάσεων. Άλλωστε, γνώμονα για την κρίση και δράση του Συνηγόρου αποτελούν τα δικαιώματα του παιδιού. Η διασφάλιση του δικαιώματος του παιδιού στην κατά το δυνατόν μεγαλύτερη
συμμετοχή και των δύο γονέων του στην ανατροφή του αποδίδεται ανάγλυφα τόσο στην ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία όσο και στη νομολογία, οι οποίες δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην παρουσία και των δύο γονέων στη ζωή του παιδιού, προκειμένου να διασφαλιστεί η ισορροπημένη ανάπτυξή του.
Εν όψει των πιο πάνω, είναι προφανές ότι η επικοινωνία και επαφή του παιδιού με το γονέα που δεν έχει την επιμέλειά του στο χώρο του σχολείου δεν μπορεί να αποκλειστεί από τους υπεύθυνους της σχολικής μονάδας, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να απαγορευτεί η είσοδος του γονέα αυτού στον χώρο του σχολείου, αφού μια τέτοια θέση θα στηριζόταν σε μια εντελώς εσφαλμένη ερμηνεία, όσον αφορά την ουσία του περιεχομένου της δικαστικής απόφασης, που είναι η διασφάλιση του δικαιώματος επικοινωνίας μεταξύ γονέα και τέκνου, και όχι ο αποκλεισμός του. Βεβαίως, διαφορετική είναι η περίπτωση κατά την οποία η δικαστική απόφαση περί επικοινωνίας είτε αποκλείει το δικαίωμα επικοινωνίας είτε περιορίζει αυτό θέτοντας όρους και προϋποθέσεις για λόγους ρητά αναφερόμενους και αναγόμενους στο συμφέρον του τέκνου. Σε μια τέτοια περίπτωση, το σχολείο θα πρέπει να εξετάσει εάν υφίστανται οι όροι και οι προϋποθέσεις, που το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και έχει θέσει. Κατ’ επέκταση, οι σχολικές αρχές δεν είναι σε θέση να απαγορεύσουν στο φορέα του δικαιώματος επικοινωνίας γονέα να επικοινωνεί με το παιδί του, ακόμα και εντός του χώρου του σχολείου, ούτε να του απαγορεύσουν να το παραλάβει από το σχολείο. Άλλο είναι φυσικά το ζήτημα αν ο έχων το δικαίωμα επιμέλειας γονέας θα στραφεί δικαστικά εναντίον του άλλου γονέα, για παραβίαση των διατάξεων της απόφασης ως προς τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας. Δυσχερώς πάντως μπορεί να γίνει δεκτό αίτημα σε τέτοια περίπτωση για αφαίρεση του δικαιώματος επικοινωνίας από τον γονέα, καθώς όπως ήδη σημειώθηκε κάτι τέτοιο προϋποθέτει περιπτώσεις και συνθήκες ιδιαίτερα οριακές. Τέλος, ως προς το αν οι εκπαιδευτικοί μπορούν να αρνηθούν στο φορέα του δικαιώματος επικοινωνίας γονέα να λάβει γνώση για την πρόοδο του παιδιού του στο σχολείο, και εδώ η απάντηση είναι αρνητική, καθώς κάτι τέτοιο συνιστά παρεμπόδιση του δικαιώματος άσκησης γονικής μέριμνας του γονέα που έχει δικαίωμα επικοινωνίας.
Από τη Σοφία Ι. Αντωνοπούλου