ΥΙΟΘΕΣΙΑ: ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Το άρθρο 1579 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι η υιοθεσία επιτρέπεται όταν ο υιοθετούμενος είναι ανήλικος, με εξαίρεση το επιτρεπτό της υιοθεσίας ενηλίκου όταν ο υιοθετούμενος είναι συγγενής έως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας του υιοθετούντος. Στις βασικές προϋποθέσεις της υιοθεσίας εντάσσεται η δικαιοπρακτική ικανότητα του υιοθετούντος, καθώς και η προϋπόθεση της ηλικίας, και δη ο υιοθετών πρέπει να είναι άνω των 30 ετών, αλλά όχι πάνω από 60, ενώ η διαφορά ηλικίας υιοθετούντος και υιοθετούμενου πρέπει να ξεπερνά τα 18 έτη, αλλά να μην υπερβαίνει τα 50 έτη. Η υιοθεσία σε περίπτωση παντρεμένου ζευγαριού είναι επιτρεπτή εφόσον συναινεί ο σύζυγος του υιοθετούντος.
Από τη διάταξη του άρθρου 1579 ΑΚ συνάγεται ότι η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται μόνο όταν ο υιοθετούμενος είναι συγγενής ως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί. Στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης εντάσσεται και η υιοθεσία τέκνου της συζύγου του υιοθετούντος, αφού μεταξύ του τελευταίου και του τέκνου της συζύγου του υπάρχει συγγένεια εξ αγχιστείας πρώτου βαθμού. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1580, 1581, 1582 και 1542 επ. ΑΚ, συνάγεται ότι προσθέτως απαιτείται η συνδρομή των κάτωθι προϋποθέσεων για την τέλεση της υιοθεσίας ενηλίκου: α) ο θετός γονέας πρέπει να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του (άρθρο 1582 ΑΚ), β) ο θετός γονέας να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ χρόνια (άρθρο 1582 ΑΚ), γ) η υιοθεσία πρέπει να είναι προς το συμφέρον του ενηλίκου υιοθετουμένου (άρθρο 1542 εδ. β΄ σε συνδυασμό με 1580 ΑΚ). Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 1580 ΑΚ ορίζει ότι στην υιοθεσία ενηλίκου έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις που ισχύουν για την υιοθεσία ανηλίκου, εφόσον δεν υφίσταται αντίθετη ειδικότερη διάταξη για την υιοθεσία ενηλίκου. Αναλογικά δε, μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις για την υιοθεσία ανηλίκου σε αυτή του ενηλίκου στο μέτρο και στο βαθμό που συνάδουν με τη φύση και τον επιδιωκόμενο σκοπό της τελευταίας, ο οποίος συνίσταται στην ικανοποίηση της ανάγκης του υιοθετούντος για τη συνέχιση του ονόματος και της προσωπικότητας του, καθόσον υπάρχει ήδη μια οικογένεια. Συγκεκριμένα, η υιοθεσία ενηλίκου διαφοροποιείται από αυτή του ανηλίκου, ως προς το ότι ο υιοθετούμενος είναι πλήρως δικαιοπρακτικά ικανός, καθότι έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του (άρθρο 127 ΑΚ), ως προς το ότι η γονική μέριμνα του φυσικού γονέα έχει παύσει στο σύνολο της για τους φυσικούς γονείς, από την ενηλικίωση του τέκνου (άρθρα 127, 1510, 1538 ΑΚ) και, τέλος, ως προς τα αποτελέσματά της, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1584 εδ. β’ ΑΚ, μετά την τέλεση της υιοθεσίας του ενηλίκου, παραμένει αμετάβλητος ο βιολογικός και ηθικός δεσμός μεταξύ του θετού τέκνου και του άλλου φυσικού γονέα του και των συγγενών του, ως προς το είδος, τη γραμμή και το βαθμό της συγγένειας. Ενόψει όλων αυτών, δεν είναι εφαρμοστέα στην υιοθεσία ενηλίκου η διάταξη του άρθρου 1550 παρ. 1 ΑΚ, που προβλέπει τη συναίνεση των φυσικών γονέων του υιοθετουμένου, ως προϋπόθεση για τη συντέλεση της υιοθεσίας ανηλίκου. Για τους ίδιους ως άνω λόγους πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1557 ΑΚ στην υιοθεσία ενηλίκου, που θέτει ως προϋπόθεση για την υιοθεσία ανηλίκου τη διεξαγωγή επισταμένης κοινωνικής έρευνας από κοινωνική υπηρεσία, καθότι ο ενήλικος υιοθετούμενος διαθέτει πνευματική και ψυχολογική ωριμότητα, προκειμένου να κρίνει το συμφέρον ή μη της τελούμενης υιοθεσίας.
Για τη συντέλεση της υιοθεσίας απαιτείται η έκδοση δικαστικής απόφασης από το αρμόδιο κατά τόπον δικαστήριο, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερόμενου θετού γονέα, η οποία εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1549, 1550, 1552 του ΑΚ και 800 του ΚΠολΔ για την υιοθεσία ανηλίκου, η οποία τελείται με δικαστική απόφαση, ύστερα από αίτηση του υποψήφιου θετού γονέα, απαιτείται να συναινέσουν αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου οι φυσικοί γονείς του. Η συναίνεση αυτή μπορεί να αναπληρωθεί με απόφαση του δικαστηρίου, εάν το τέκνο προστατεύεται από αναγνωρισμένη κοινωνική οργάνωση, έχει αφαιρεθεί από τους γονείς η άσκηση της επιμέλειας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1532 και 1533 του ΑΚ και αυτοί αρνούνται καταχρηστικά να συναινέσουν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την αναπλήρωση της συναίνεσης του φυσικού γονέα με δικαστική απόφαση είναι η σωρευτική ύπαρξη άρνησης συναίνεσης και καταχρηστικότητα αυτής. Η καταχρηστικότητα κρίνεται με βάση το σύνολο των ειδικών συνθηκών κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού, αλλά και με συνεκτίμηση του συμφέροντος των φυσικών γονέων, που παρά την προηγηθείσα από μέρους τους κακή άσκηση της επιμέλειας, που είχε σαν συνέπεια την αφαίρεσή της με δικαστική απόφαση, μπορεί να αρνούνται δικαιολογημένα να συναινέσουν στην υιοθεσία του τέκνου τους. Η στείρα άρνηση του φυσικού γονέα, δίχως να προβάλλονται βάσιμοι λόγοι για την άρνηση του, ή δίχως να παρέχει τα εχέγγυα ότι είναι ικανός να αναθρέψει το παιδί του, τουλάχιστον υπό καλές συνθήκες διαβίωσης, πρέπει να οδηγεί αναμφίβολα στην κατάφαση της καταχρηστικότητας. Στην περίπτωση που εξετάζεται αίτημα αναπλήρωσης συναίνεσης φυσικού γονέα κατά το άρθρο 1552 παρ. 1 περ. δ’ του ΑΚ, το δικαστήριο αποφασίζει, αφού ακούσει τους πλησιέστερους συγγενείς, αν η ακρόασή τους είναι εφικτή κατ’ άρθρο 1553 του ΑΚ.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο δύναται να οδηγηθεί στην παραπάνω κρίση, συνεκτιμώντας,
πέραν των προαναφερθέντων και την εν γένει κατάσταση του υιοθετουμένου, καθώς και την προσωπικότητα, την υγεία, την οικογενειακή και την περιουσιακή κατάσταση των αιτούντων την υιοθεσία γονέων, αλλά και την αμοιβαία ικανότητα προσαρμογής τους στο νέο τους ρόλο ως γονέων. Επίσης, το Δικαστήριο μπορεί να συνεκτιμήσει για τη διαμόρφωση της κρίσης του ότι η προκείμενη υιοθεσία επιβάλλεται από λόγους ηθικούς και κοινωνικούς, όταν έχει δημιουργηθεί μια εν τοις πράγμασι οικογενειακή σχέση μεταξύ των υιοθετούντων και του υιοθετουμένου. Θετικά λαμβάνονται υπόψη τα κίνητρα των αιτούντων όταν είναι ανιδιοτελή και παιδοκεντρικά και πηγάζουν από την ανάγκη τους να βιώσουν το γονεϊκό ρόλο και να προσφέρουν στο ανήλικο αγάπη και τα απαραίτητα εφόδια για τη ζωή, και ιδίως όταν η υγεία, το ήθος και η οικογενειακή τους κατάσταση εγγυώνται την ομαλή ανάπτυξη και αποκατάσταση του τέκνου. Τυχόν απομάκρυνση του ανηλίκου «από το ασφαλές οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον αποδοχής, αγάπης, στοργής και οικογενειακής θαλπωρής, στο οποίο έχει ήδη εισέλθει και εγκλιματιστεί, θα ήταν αντίθετη προς το συμφέρον του και θα αποτελούσε τροχοπέδη στην υγιή ψυχοσωμαχική του ανάπτυξη, το οποίο, σε κάθε περίπτωση αξιολογικής στάθμισης με οτιδήποτε άλλο, κρίνεται πάντοτε περισσότερο άξιο προστασίας, αφού είναι επιβεβλημένη η σταθερότητα και η συνέχεια στις συνθήκες ανάπτυξης αυτού, όπως και κάθε άλλου παιδιού.
Το άρθρο 1555 ΑΚ δίνει τη δυνατότητα στον ανήλικο που υιοθετείται, εφόσον έχει
συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του, να συναινέσει αυτοπροσώπως στο δικαστήριο, εκτός αν βρίσκεται σε κατάσταση ψυχικής η διανοητικής διαταραχής που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του.
Απαραίτητη διαδικασία πριν τη συζήτηση της αίτησης για υιοθεσία και την έκδοση απόφασης επ’ αυτής, είναι η διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία. Η κοινωνική υπηρεσία ή η αρμόδια κοινωνική οργάνωση, κατόπιν σχετικού αιτήματος του υποψήφιου θετού γονέα, ο οποίος καταθέτει και μία σειρά δικαιολογητικών εγγράφων, αλλά και αυτεπάγγελτης αναζήτησης σειράς άλλων εγγράφων (όπως για παράδειγμα ποινικού μητρώου), διεξάγει επιστάμενη κοινωνική έρευνα για το περιβάλλον διαβίωσης των υποψήφιων θετών γονέων, του υιοθετούμενου παιδιού, αλλά και το περιβάλλον των φυσικών του γονέων αν υπάρχουν. Η κοινωνική υπηρεσία λαμβάνει υπόψη της πρωτίστως το συμφέρον του παιδιού και στην έρευνά της αυτό πρέπει να προάγει και να εξυπηρετεί. Το πόρισμα της κοινωνικής έρευνας κατατίθεται στο δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει αυτό δικανική πεποίθηση. Το δικαστήριο απαγγέλλει την υιοθεσία εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου και αφού διαπιστώσει, συνεκτιμώντας την έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας, ότι, ενόψει της προσωπικότητας, της υγείας και της οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης του υιοθετούντος και του υιοθετούμενου, καθώς και της αμοιβαίας ικανότητάς τους προσαρμογής, η υιοθεσία συμφέρει τον υιοθετούμενο. Τα αποτελέσματα της δικαστικής απόφασης για υιοθεσία αρχίζουν αφότου η απόφαση γίνει τελεσίδικη.
Με την υιοθεσία διακόπτεται κάθε δεσμός του ανηλίκου με τη φυσική του οικογένεια, με εξαίρεση τις ρυθμίσεις περί κωλυμάτων γάμου, και ο ανήλικος εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα. Έναντι του θετού γονέα και των συγγενών του, ο υιοθετούμενος αποκτά όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του τέκνου γεννημένου σε γάμο. Το θετό τέκνο παίρνει το επώνυμο του θετού γονέα, έχει όμως δικαίωμα όταν ενηλικιωθεί να προσθέσει και το πριν την υιοθεσία επώνυμό του. Με την απόφαση για υιοθεσία, η γονική μέριμνα των φυσικών γονέων ή η επιτροπεία υπό την οποία τελούσε το τέκνο σταματά και αντικαθίσταται πλέον από την γονική μέριμνα των θετών γονέων. Οι βιολογικοί γονείς δεν έχουν ούτε δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί που υιοθετήθηκε.
Από τη Σοφία Ι. Αντωνοπούλου