- Κατά πάγια νομολογία των τακτικών δικαστηρίων και του Αρείου Πάγου, τα δάση, οι δασικές και οι χορτολιβαδικές εκτάσεις, εάν δεν έχουν αναγνωριστεί με νόμιμο τρόπο έναντι του Δημοσίου ως ιδιωτικές, θεωρούνται από ιδιοκτησιακή άποψη δημόσιες. Επί των εκτάσεων αυτών, έχει ανασταλεί η παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου, για την απόκτηση δε κυριότητας η 30ετής έκτακτη χρησικτησία οφείλει να έχει συμπληρωθεί καλή τη πίστη έως και τις 11-9-1915. Παγίως έχει γίνει δεκτό, επίσης, ότι ως ιδιωτικά δάση θεωρούνται εκείνα στα οποία αποδεικνύονται ιδιωτικά δικαιώματα, σύμφωνα με προσαγόμενους έγγραφους οθωμανικούς τίτλους ως αποδεικτικά στοιχεία της απαιτούμενης εξουσίασης.
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι συχνά, κατόπιν δήλωσης του ν. 2308/1995 εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου περί δικαιώματος κυριότητας, ως εκ του σχετικού τεκμηρίου και ως διαδόχου του Οθωμανικού Κράτους, ιδιωτικό ακίνητο για το οποίο δεν υφίσταται έγγραφος οθωμανικός τίτλος, μπορεί να εμφαίνεται – έστω εσφαλμένως – στις πρώτες κτηματολογικές εγγραφές ως δημόσιο και, δη, δασικό. Τούτο μάλιστα έχει παρατηρηθεί ακόμα και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το ακίνητο βρίσκεται λ.χ. εντός σχεδίου πόλης ή εντός ορίων οικισμού, δεν έχει στην πραγματικότητα δασική μορφή ή, ακόμα, αποτελεί αντικείμενο νομής πολλών δεκαετιών[1].
Ενόψει της ανωτέρω ιδιότυπης πραγματικής και νομικής κατάστασης την οποία καλείται τυχόν να αντιμετωπίσει ο ιδιοκτήτης, ο τελευταίος δύναται να επικαλεστεί με αγωγή που θα ασκήσει ενώπιον του αρμοδίου κατά τόπο και καθ’ ύλην Δικαστηρίου, όπως κατωτέρω θα αναλυθεί, αφενός μεν ότι ο χαρακτήρας του ακινήτου του δεν είναι δασικός, ισχυρισμός ο οποίος αποδεικνύεται, ιδίως, βάσει αεροφωτογραφιών[2]. Τούτο διότι, προϋπόθεση του προαναφερόμενου τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου είναι η ύπαρξη δάσους. Αφετέρου δε, σε ακίνητο που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως ή εντός ορίων οικισμού κάτω των 2.000 κατοίκων, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον νέμεται τούτο αδιαταράκτως για 10 ή 30 συναπτά έτη, σύμφωνα με τις ειδικότερες προϋποθέσεις του νόμου[3]. Με την εν λόγω ρύθμιση εισάγεται μια σημαντική τομή στις διατάξεις για την προστασία των δημοσίων κτημάτων (καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση κτλ), καθώς υπό τους εδώ ειδικά προβλεπόμενους όρους θεσπίζεται ένα είδος χρησικτησίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου σε αστικά ακίνητα. Εξάλλου, οι εν λόγω διατάξεις τέθηκαν προκειμένου να αρθούν οι αμφισβητήσεις που είχαν ήδη προκύψει κατά τη σύνταξη του κτηματολογίου των διαφορών κυριότητας μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των ιδιωτών σε ακίνητα που κατείχαν από πολλών ετών και αμφισβητούσε την κυριότητά τους το Ελληνικό Δημόσιο. Δυνάμει τούτων, αναγνωρίζεται πλέον σε ιδιώτες το δικαίωμα να επικαλεστούν τρόπο κτήσης κυριότητας την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του Δημοσίου, υπό τους ειδικούς όρους του εν λόγω άρθρου, κατ’ απόκλιση της γενικής αρχής ότι δεν χωρεί χρησικτησία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, με διαφοροποίηση από το άρθρο 1045 ΑΚ κατά τους όρους προσμέτρησης νομής δικαιοπαρόχου, αφού σε κάθε περίπτωση απαιτείται η ύπαρξη καλής πίστης στον προκτήτορα. Περαιτέρω, το βάρος απόδειξης της καλής πίστης δεν το έχει ο επικαλούμενος κυριότητα νομέας, αλλά αντιθέτως το Δημόσιο βαρύνεται με την απόδειξη της κακής πίστης του επικαλούμενου κυριότητα νομέα ή του δικαιοπαρόχου του[4].
- Ως κτηματογράφηση μιας περιοχής ορίζεται η διαδικασία καταγραφής των εμπράγματων ή άλλων εγγραπτέων δικαιωμάτων (π.χ. πλήρης ή ψιλή κυριότητα, επικαρπία, προσημείωση ή άλλο εμπράγματο βάρος, κ.λπ.) που έχουν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα σε ακίνητα μιας συγκεκριμένης περιοχής της χώρας και η σύνδεση των δικαιωμάτων αυτών με συγκεκριμένο/α ακίνητο/α. Μια περιοχή κηρύσσεται υπό κτηματογράφηση δυνάμει υπουργικής απόφασης, ύστερα από εισήγηση του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (Ο.Κ.Χ.Ε.), που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως[5].
Η διαδικασία της κτηματογράφησης περιλαμβάνει την υποβολή δηλώσεων ιδιοκτησίας από τους δικαιούχους στα Γραφεία Κτηματογράφησης και καταχώριση των δηλώσεων σε ψηφιακή βάση, τη σύνταξη προσωρινών κτηματολογικών πινάκων και διαγραμμάτων με βάση τα στοιχεία που έχουν συλλεχθεί από τη διαδικασία της υποβολής δηλώσεων, την ανάρτηση προσωρινών κτηματολογικών στοιχείων (πινάκων και διαγραμμάτων) στα Γραφεία Κτηματογράφησης, την υποβολή ενστάσεων ενώπιον ανεξάρτητων διοικητικών επιτροπών ή αιτήσεων διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον και, τέλος, την αναμόρφωση των κτηματολογικών στοιχείων μετά την εξέταση των ενστάσεων και των αιτήσεων διόρθωσης και σύνταξη των τελικών κτηματολογικών πινάκων και διαγραμμάτων. Οι εγγραφές που εμφανίζονται στους τελικούς κτηματολογικούς πίνακες ονομάζονται αρχικές ή πρώτες εγγραφές, καθώς αποτελούν την πρώτη (αρχική) εγγραφή στο Κτηματολόγιο[6].
Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής και δη, σε περίπτωση κατά την οποία ιδιωτικό ακίνητο εμφαίνεται εσφαλμένως στις αρχικές κτηματολογικές εγγραφές ως δημόσιο δασικό, μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την εν λόγω ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε ειδικώς προβλεπόμενη, αποκλειστική προθεσμία[7]. Οι πρώτες εγγραφές, των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η ακρίβεια ενώπιον των δικαστηρίων μέσα στην ειδικώς προβλεπόμενη αποκλειστική προθεσμία, καθίστανται οριστικές και παράγουν αμάχητο τεκμήριο υπέρ των φερόμενων με τις πρώτες αυτές εγγραφές ως δικαιούχων για τα δικαιώματα στα οποία αυτές αφορούν[8].
Από την Εύα Π. Δημητριάδη
[1] Το παρόν άρθρο αναφέρεται σε περιοχές στις οποίες δεν έχει ολοκληρωθεί και κυρωθεί δασικός χάρτης.
[2] Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του β.δ/τος της 17-11/1-12-1836 “Περί ιδιωτικών δασών”, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ίδιου διατάγματος, αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος, που έχει ισχύ νόμου. Έτσι, με τις προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών, που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους κατά τον χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίσθηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος.
[3] Άρθρο 4 του ν. 3127/2003
[4] ΑΠ 779/2010, ΜΠρΛαρ 779/2010, ΜονΠρΒολ 313/2009, πρβλ. ΑΠ 1120/2008, Βλ. Αργυρίου, Το Δίκαιο του Κτηματολογίου 2008, σελ. 45 επ., Μαγουλά, Κτηματολογικές Εγγραφές – Η διόρθωση των πρώτων ανακριβών εγγραφών, 2008, σελ. 43-44.
[5] Άρθρο 1 του ν. 2308/1995
[6] http://www.ktimatologio.gr/cadastralsurvey/Pages/MpuNFMi98NlPs1QZ.aspx
[7] Άρθρο 6 του ν. 2664/1998
[8] Άρθρο 7 του ν. 2308/1995