Ο θεσμός του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης όπως ισχύει σήμερα και γιατί να τον επιλέξετε.
Το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης καθιερώθηκε και εντάχθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 3719/2008, ως προσπάθεια συμμόρφωσης του Έλληνα νομοθέτη, με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τις αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αντιμετώπισή του ως θεσμού υποδεέστερου σε σύγκριση με το γάμο, καθώς ο νομοθέτης θέλει το σύμφωνο να λύεται αυτοδικαίως με τη σύναψη γάμου μεταξύ των μερών.
Σημαντικές αλλαγές επέφερε στο νόμο για το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης και την ελεύθερη ένωση ο νόμος 4356/2015. Ο νέος νόμος ουσιαστικά καθιέρωσε το δικαίωμα δύο ενηλίκων ανθρώπων, ανεξάρτητα από το φύλο τους (σε αντίθεση με την παλιότερη ρύθμιση), να ρυθμίσουν τη συμβίωσή τους με το εν λόγω έγγραφο, το οποίο καταρτίζεται συμβολαιογραφικώς, γεγονός που προϋποθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα των συμβαλλόμενων μερών. Κατά την κατάρτισή του δεν παρεμβαίνει οιοδήποτε πολιτειακό όργανο ή θρησκευτικός λειτουργός, παρά μόνο συνάπτεται ενώπιον συμβολαιογράφου. Αντίγραφο του εγγράφου αυτού κατατίθεται ενώπιον του ληξιαρχείου του τόπου κατοικίας των μερών, οπότε και ξεκινά η ισχύς της συμφωνίας. Κώλυμα για την κατάρτισή του, πέραν της ύπαρξης ήδη υφιστάμενου γάμου, είναι η ύπαρξη συγγένειας εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και εκ πλαγίου μέχρι τον τέταρτο βαθμό, καθώς και μεταξύ συγγενών εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριόριστα. Παράβαση των διατάξεων αυτών καθιστά το σύμφωνο συμβίωσης άκυρο, ακυρότητα όμως που κηρύσσεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, κατόπιν άσκησης σχετικής αγωγής. Το δικαίωμα για την έγερση της αγωγής αυτής έχει και ο εισαγγελέας αυτεπάγγελτα.
Το επώνυμο των μερών δε μεταβάλλεται λόγω του συμφώνου συμβίωσης. Μπορούν όμως τα μέρη, αν το θέλουν και αν προβούν σε σχετική ρύθμιση να χρησιμοποιούν ο ένας το επώνυμο του άλλου, κατόπιν φυσικά συμφωνίας τους. Κατά τα λοιπά, οι προσωπικές σχέσεις των μερών ρυθμίζονται αντίστοιχα με αυτές του γάμου. Το αυτό ισχύει και για τις μη προσωπικές σχέσεις, εκτός αν τα μέρη τις ρυθμίσουν διαφορετικά με το σύμφωνο, πάντα με βάση τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης. Παραίτηση από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, ωστόσο, πριν καν αυτή γεννηθεί, δεν επιτρέπεται.
Σημαντικότατη συνέπεια του συμφώνου συμβίωσης είναι η ίδρυση συγγένειας με τον πατέρα, κατά ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του οικογενειακού δικαίου που αφορούν το γάμο. Έτσι, και το παιδί που γεννιέται κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε 300 ημέρες από τη λύση ή την αναγνώριση της ακυρότητάς του, τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα κατήρτισε το σύμφωνο.
Ως προς τα κληρονομικά δικαιώματα των μερών του συμφώνου συμβίωσης εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του αστικού κώδικα που αφορούν τους συζύγους, ενώ κατά την κατάρτιση του συμφώνου θεωρείται έγκυρη η παραίτηση ενός εκάστου των μερών από το δικαίωμα στη διεκδίκηση της νόμιμης μοίρας, δηλαδή του εκ του νόμου κατώτατου κληρονομικού μεριδίου που αφορά τα στενά συγγενικά πρόσωπα.
Αναφορικά με το επώνυμο των τέκνων, ρητώς ορίζεται ότι το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε 300 μέρες από τη λύση ή την ακύρωσή του, φέρει το επώνυμο που επέλεξαν οι γονείς του με κοινή αμετάκλητη δήλωσή τους, η οποία μπορεί να συμπεριληφθεί στο σύμφωνο συμβίωσης ή να τεθεί σε μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο πριν τη γέννηση του πρώτου τέκνου. Το επώνυμο είναι κοινό για όλα τα τέκνα και είναι υποχρεωτικά του ενός από τους γονείς ή o συνδυασμός των επωνύμων τους, δε μπορεί όμως να περιλαμβάνει περισσότερα από δύο επώνυμα. Αν παρόλα αυτά η δήλωση για το επώνυμο παραλειφθεί, το τέκνο θα έχει σύνθετο επώνυμο, αποτελούμενο από το επώνυμο και των δύο γονέων του, και συγκεκριμένα, όπως ρυθμίστηκε με το νέο νόμο ρητά, πρώτο τίθεται το επώνυμο εκ των γονέων που προηγείται στο αλφάβητο, ενώ αν το επώνυμο του ενός ή και των δύο γονέων είναι σύνθετο, το επώνυμο του τέκνου θα σχηματιστεί με το πρώτο από τα δύο επώνυμα.
Η γονική μέριμνα του τέκνου που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε 300 μέρες από τη λύση ή την ακύρωσή του, ανήκει στους δύο γονείς από κοινού.
Σε σχέση με τη λύση του συμφώνου, ο νόμος προβλέπει τη δυνατότητα λύσης του καταρχάς με πρωτοβουλία των μερών, με την κατάρτιση ειδικού συμβολαιογραφικού εγγράφου, κατόπιν κοινής τους συμφωνίας. Ωστόσο, δυνατή είναι και η λύση του με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, εφόσον επιδοθεί προηγουμένως με δικαστικό επιμελητή πρόσκληση για συναινετική λύση στο άλλο μέρος και έχουν παρέλθει τρεις μήνες από την επίδοση. Τέλος, δυνατή είναι και η αυτοδίκαιη λύση του συμφώνου συμβίωσης με την τέλεση γάμου μεταξύ των μερών. Έτσι, ουσιαστικά ο γάμος θεωρείται κατά το νόμο ιεραρχικά ανώτερος σε σχέση με το σύμφωνο συμβίωσης, καθώς η τέλεσή του αρκεί για να καταργήσει την ισχύ του συμφώνου συμβίωσης. Αν μετά την κατάρτιση του πρώτου συμφώνου ακολουθήσει η υπογραφή άλλου συμφώνου με τον έναν από τους συμβαλλόμενους δηλαδή να συνάπτει σύμφωνο με έτερο πρόσωπο, το νέο συμφωνητικό συμβίωσης δεν επηρεάζει την ισχύ του πρώτου συμφώνου, καθώς προσκρούει στα κωλύματα της σύναψης συμφώνου. Το σύμφωνο λύεται αυτοδικαίως και με το θάνατο του ενός ή και των δύο μερών.
Ο νόμος καθιερώνει τη δυνατότητα, μετά τη λύση του συμφώνου συμβίωσης, να εφαρμοστούν ανάλογα οι διατάξεις για τη διατροφή μετά το διαζύγιο, εκτός αν υπάρχει σχετική παραίτηση των μερών από το σχετικό δικαίωμα πριν την υπογραφή του συμφώνου. Μπορεί, ωστόσο, να συμπεριληφθεί στο σύμφωνο και συμφωνία των μερών ότι σε περίπτωση λύσης αναλαμβάνει το ένα μέρος τη διατροφή του άλλου, υπό τον όρο της αδυναμίας αυτοδιατροφής του άλλου μέρους και της μη διακινδύνευσης της διατροφής του υποχρέου. Πλέον ο νόμος ως προς τα δικαιώματα διατροφής καθιερώνει ανάλογη ρύθμιση με τις διατάξεις της διατροφής μετά το διαζύγιο, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο που δεν αναγνώριζε αυτό το δικαίωμα στα συμβαλλόμενα μέρη.
Κατ’ ουσίαν, λοιπόν, οι διατάξεις για το σύμφωνο συμβίωσης συνάδουν απόλυτα με τα κατοχυρωμένα σε συνταγματικό και ευρωπαϊκό επίπεδο δικαιώματα των συμβαλλόμενων μερών, καθιερώνοντας και αναγνωρίζοντας πλειάδα δικαιωμάτων, όμοιων με αυτών που αναγνωρίζονται και κατοχυρώνονται για τα ζευγάρια που έχουν συνάψει γάμο, παρέχοντας κίνητρο πλέον στα ζευγάρια να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης, αντί για γάμο. Επιπλέον, μεγάλη αλλαγή, σε σχέση με το προϊσχύσαν πλαίσιο, είναι η αναγνώριση πλέον ρητά στο νόμο της δυνατότητας να καταρτίσουν σύμφωνο συμβίωσης και πρόσωπα όμοιου φύλου, δυνατότητα που δεν ήταν αναγνωρισμένη παλιότερα, παρά τις έντονες αντίθετες θέσεις του νομικού κόσμου αλλά και της ευρωπαϊκής νομολογίας.
Από τη Σοφία Ι. Αντωνοπούλου