Η δόλια χρεοκοπία κατά τον Ποινικό Κώδικα
Στις μέρες μας, λόγω της οικονομικής κρίσης και των συσσωρευμένων οφειλών, είναι συχνό φαινόμενο οι επιχειρηματίες να προσπαθούν να απομονώσουν τα μη δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία από τις δανειολήπτριες εταιρείες και να αφήσουν έτσι εταιρείες κουφάρια που στη συνέχεια κηρύσσουν πτώχευση. Ποιες είναι όμως οι νομικές συνέπειες αυτών των ενεργειών και τι ποινές προβλέπει ο νόμος για αυτές τις περιπτώσεις;
Κατά το άρθρο 398 του Π.Κ “Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται ο υπαίτιος δόλιας χρεοκοπίας, κατά τους όρους του εμπορικού νόμου και με φυλάκιση το πολύ δύο ετών ο υπαίτιος απλής χρεοκοπίας” Ο Εμπορικός Νόμος στο άρθρο 684 αυτού ορίζει ότι “κηρύσσεται δόλιος χρεοκόπος και τιμωρείται κατά τους ορισμούς του ποινικού νόμου πάς πτωχεύσας έμπορος, όστις ήθελε αποκρύψει τα βιβλία του ή δολίως αφαιρέσει, διαγράψει ή αλλοιώσει το περιεχόμενο αυτών, όστις ήθελεν υπεξαιρέσει ή αποκρύψει μέρος του ενεργητικού του ή δια των βιβλίων ή εγγράφων αυτού είτε δημοσίων είτε ιδιωτικών, ή δια του ισολογισμού του ήθελε δολίως παραστήσει εαυτόν οφειλέτην ποσών μη οφειλομένων …”. Η απόκρυψη του ενεργητικού μπορεί να τελεσθεί ποικιλοτρόπως είτε με νομική πράξη, όπως είναι η εικονική απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων ή η εικονική εκχώρηση απαιτήσεως ή άλλες ψευδείς δικαιοπραξίες, είτε με υλική πράξη όπως η απόκρυψη με τη φύλαξη κινητού πράγματος σε άγνωστο τόπο. Σε περίπτωση πτωχεύσεως εταιρείας, το επόμενο άρθρο (685) του Εμπορικού Νόμου, ορίζει ότι καταδιώκονται για δόλια χρεοκοπία και τιμωρούνται κατά τους όρους του ποινικού νόμου οι διαχειριστές της εάν, μεταξύ των άλλων σ` αυτό αναφερομένων περιπτώσεων ……. “δώσωσι αφορμήν εις την πτώχευσιν της εταιρείας εκ δόλου ή συνεπεία δολίων πράξεων”. Μεταξύ των δολίων πράξεων περιλαμβάνεται και η απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων από το ενεργητικό της εταιρείας, με τις μορφές που, κατά τα άνω, μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτή, αφού και αυτή μπορεί να δώσει αφορμή στην πτώχευση της εταιρείας. Εκ των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι το έγκλημα της δόλιας χρεοκοπίας είναι “ποινικός νόμος εν λευκώ”, διότι καθορίζεται μόνον η ποινή του, ο δε καθορισμός των ειδικών ουσιαστικών όρων του εγκλήματος, παραπέμπεται στον Εμπορικό Νόμο. Ούτω το έγκλημα της δόλιας χρεοκοπίας, είναι υπαλλακτικώς μικτό, διότι οι περισσότεροι τρόποι αποτελούν εκφάνσεις της ιδίας εγκληματικής συμπεριφοράς, ώστε αν ο δράστης πραγματώσει περισσοτέρους τους ενός τρόπους τέλεσης του, συγχρόνως ή διαδοχικώς ένα μόνο έγκλημα χρεοκοπίας τελεί. Δόλιες πράξεις, ως προαναφέρθηκε, είναι αυτές οι οποίες περιέχουν κατάχρηση των δικαιωμάτων και καθηκόντων του διαχειριστή και προκαλούν αιτιωδώς την πτώχευση της επιχείρησης, όπως η απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων της ή η μεταβίβαση από τους διαχειριστές του ενεργητικού της, κατά την διάρκεια της πτωχεύσεως, υπό την έννοια της παύσεως των πληρωμών. Δεν απαιτείται δε ως εξωτερικός όρος του αξιοποίνου και η κήρυξη της πτωχεύσεως από το πτωχευτικό δικαστήριο, αλλ` αρκεί η διαπίστωση από το ποινικό δικαστήριο της καταστάσεως αυτής (το οποίο, μάλιστα, δεν δεσμεύεται από την απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου). Εντεύθεν και χρόνος τελέσεως της πράξεως της δόλιας χρεοκοπίας, είναι κατά κανόνα η παύση των πληρωμών αφ` ότου θεωρείται κατ` αρχήν τετελεσμένη αυτή. Εξάλλου κατά το άρθρο 46 παρ.1 ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης … β) όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης. Η συνέργεια θα πρέπει να παρασχεθεί από το συνεργό κατά τέτοιο τρόπο ώστε χωρίς τη βοήθεια αυτού να μη ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις συνθήκες που διαπράχθηκε.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ` είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπ` όψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ` επιλογή, όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Π.Δ.
Ειδικά ως προς το δόλο, που απαιτείται κατά κανόνα, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ, προς στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως των κακουργημάτων και πλημμελημάτων, που συνίσταται κατά το άρθρο 27 παρ. 1 ιδίου Κώδικα εδ. α` στη θέληση της παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιοποίνου πράξεως, αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών αυτών και προκύπτουν από αυτή, ούτω δε δεν είναι αναγκαία ειδική αιτιολογία ως προς αυτόν, εκτός εάν ο νόμος απαιτεί η πράξη να έχει τελεσθεί “εν γνώσει” ορισμένου περιστατικού ή με τον σκοπό προκλήσεως ορισμένου αποτελέσματος (άρθρο 27 παρ. 2 Π.Κ.) ή αν έχει τη μορφή του ενδεχομένου δόλου. Περαιτέρω περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, καθώς και όταν η διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως αναγόμενο στην ταυτότητα και τα στοιχεία του οικείου εγκλήματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος του Αρείου Πάγου, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Κατά συνέπεια, η διενέργεια πράξεων που σκοπό έχουν την δόλια περιέλευση εταιρείας σε πτώχευση ή και αδυναμία πληρωμής επισύρουν σοβαρότατες συνέπειες σε ποινικό επίπεδο, οι οποίες δεν νοείται να αγνοούνται.
Από τη Σοφία Ι Αντωνοπούλου
Πηγή: 264/2013 ΑΠ