Είναι γεγονός ότι ενώ η Ελλάδα αποτελεί μία ευρωπαική χώρα που διαρκώς επιδιώκει τον εκσυγχρονισμό των δομών της, εντούτοις ο πυλώνας της Δικαιοσύνης στη χώρα μας πάσχει από πολλές αδυναμίες. Ως επακόλουθο, κατά την προσφυγή των πολιτών στα ελληνικά Δικαστήρια, τα φαινόμενα αδικίας παραμένουν πολυάριθμα. Την 4η Νοεμβρίου 1950 υπεγράφη στη Ρώμη η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), η οποία εν συνεχεία τροποποιήθηκε με μία σειρά Πρωτοκόλλων και δη με τα υπ’ αριθμούς 1, 4, 6, 7 και 13.
Οποιοσδήποτε αδικηθείς κατά την απονομή δικαιοσύνης σε κράτος που έχει κυρώσει την ΕΣΔΑ, είτε είναι φυσικό είτε νομικό πρόσωπο, δύναται να προσφύγει στο Ευρωπαικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εδρεύει στο Στρασβούργο της Γαλλίας, με νομική βάση την ΕΣΔΑ και να αξιώσει αποζημίωση (άρθρο 41 ΕΣΔΑ) για την παραβίαση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του.
Βασικές προϋποθέσεις για την προσφυγή του είναι αφενός η τήρηση της προθεσμίας των 6 μηνών από τη λήψη γνώσης της εθνικής τελεσίδικης απόφασης, άλλως από την επίδοση της απόφασης στον προσφεύγοντα και αφετέρου η εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων.
Ο βασικός άξονας για την προσφυγή στο Ευρωπαικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, το οποίο προβλέπει τα εξής: «Δικαίωμα στην χρήση και απονομή Δικαιοσύνης Άρθρον 6.– 1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λει- τουργούντος, το οποίον θα αποφασίση, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινι- κής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνε- δριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και τον κοινόν καθ’ όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημο- κρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
- Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του.
- Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα :
α) όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας.
β) όπως διαθέτη τον χρόνο και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του.
γ) όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν ή δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης.
δ) να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας.
ε) να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν.»
Από τη Σοφία Ι Αντωνοπούλου