Ιδιαίτερα συνηθισμένο στη δικαστηριακή πρακτική είναι το ζήτημα της δυνατότητας κάθε συζύγου να διεκδικήσει, κατά τη λύση του γάμου με διαζύγιο, το ποσοστό της συμμετοχής του στην κοινώς αποκτηθείσα περιουσία των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Νομικά αυτή η δυνατότητα αποκαλείται αξίωση συμμετοχής στα κατά τη διάρκεια του γάμου αποκτήματα και ρυθμίζεται στο άρθρο 1400 του Αστικού Κώδικα.
Νομικές προϋποθέσεις διεκδίκησης της αξίωσης αυτής αποτελούν κατά πρώτον η λύση ή ακύρωση του γάμου, κατά δεύτερον η επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου και η άσκηση του δικαιώματος αυτού εντός δύο ετών μετά τη λύση ή ακύρωση του γάμου. Το δικαίωμα συμμετοχής στα αποκτήματα εγείρεται μόνο σε περίπτωση τέλεσης γάμου (όχι σε περίπτωση ύπαρξης ελεύθερης συμβίωσης). Περαιτέρω, όπως ήδη αναφέρθηκε, η έγερση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα προϋποθέτει τη λύση του γάμου με απόφαση διαζυγίου ή τη συμπλήρωση τριετούς τουλάχιστον διάστασης των συζύγων. Ο σύζυγος θα πρέπει να ασκήσει την αγωγή του εντός προθεσμίας δύο ετών από την ημέρα λύσης ή ακύρωσης του γάμου. Αν οι σύζυγοι βρίσκονται απλά σε διάσταση, χωρίς να προβαίνουν στις αναγκαίες ενέργειες για τη λύση του γάμου τους, έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι και εδώ η αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα πρέπει να ασκηθεί μέσα σε χρονικό διάστημα δύο ετών από την ημέρα που συμπληρώνεται η τριετής διάσταση των συζύγων. Η πλειοψηφία πάντως της νομικής επιστήμης και της νομολογίας υποστηρίζουν το αντίθετο, ότι δηλαδή όσο διαρκεί η διάσταση των συζύγων, χωρίς να λύεται ο μεταξύ τους γάμος, δεν παραγράφεται το δικαίωμα έγερσης αγωγής για συμμετοχή στα αποκτήματα.
Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα αποβλέπει στην προστασία του ασθενέστερου οικονομικά συζύγου, και αποτελεί ρύθμιση αναγκαστικού δικαίου, γεγονός που συνεπάγεται ότι εκ των προτέρων παραίτηση από την αξίωση του συζύγου πριν αυτή γεννηθεί θεωρείται ως μη γενόμενη.
Μία ακόμα προϋπόθεση για τη γένεση της αξίωσης αποτελεί η αύξηση της περιουσίας κατά τη διάρκεια του γάμου, σε σύγκριση με την αρχική περιουσία. Κρίσιμο χρονικό σημείο για τον προσδιορισμό της τελικής περιουσίας είναι το χρονικό σημείο του θανάτου, όταν ο γάμος λύεται με το θάνατο ενός εκ των συζύγων, της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, ή της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης, παρόλο που η νομολογία δέχεται ότι το κρίσιμο χρονικά σημείο είναι ο χρόνος επίδοσης της αγωγής ή η έναρξη της διάστασης (καθώς μεταγενέστερα είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρχει συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του υποχρέου συζύγιου). Στην τελική περιουσία του υποχρέου συζύγου δεν υπολογίζεται ό,τι αποκτήθηκε από δωρεά, κληρονομία, κληροδοσία ή από γονική παροχή.
Ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας νοείται κάθε μορφή άμεσης ή έμμεσης υλικής ή ηθικής συνδρομής του δικαιούχου συζύγου (π.χ. απασχόληση χωρίς αμοιβή στο επάγγελμα ή στην επιχείρηση του άλλου συζύγου, οικιακή εργασία πέρα από τα όρια της υποχρέωσης κλπ).
Από τη στιγμή που διαπιστώνεται περιουσιακή επαύξηση στον ένα σύζυγο, τεκμαίρεται η συμβολή του άλλου, τουλάχιστον για το 1/3 της αύξησης. Το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό, μπορεί δηλαδή ο άλλος σύζυγος να αποδείξει ότι δεν υπήρχε καθόλου συμβολή ή ότι η συμβολή είναι μικρότερη του τεκμαιρόμενου 1/3. Όταν βέβαια ο ένας εκ των συζύγων ισχυρίζεται ότι η συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας ξεπερνά το 1/3, οφείλει να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, φέρει δηλαδή το βάρος της απόδειξης των όσων επικαλείται, ενώ ο αντίδικός του σύζυγος οφείλει να αποδείξει τα δικά του επιχειρήματα και ισχυρισμούς. Αν δεν καταφέρει ο δικαιούχος σύζυγος να αποδείξει ότι συνέβαλε στην επαύξηση της περιουσίας κατά ποσοστό μεγαλύτερο από το 1/3, ο νόμος κατ’ ουσίαν υποχρεώνει το δικαστήριο να εξετάσει τη βασιμότητα της διεκδίκησης εκ μέρους του, του τεκμαιρόμενου ποσοστού 1/3, το οποίο δικαιούται, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει τη συμβολή του ο δικαιούχος. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αν ο δικαιούχος ασκήσει μία αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα, ζητώντας τη μισή περιουσία (1/2), την οποία απέκτησε ο υπόχρεος σύζυγος, και το δικαστήριο απορρίψει τη διεκδίκηση της μισής περιουσίας εκ μέρους τους, εξετάζει αν είναι βάσιμη η διεκδίκηση του ποσοστού του 1/3, και μόνο αν ο αντίδικος σύζυγος ανταποδείξει στο δικαστήριο ότι δε δικαιούται ούτε το ποσοστό του 1/3, γιατί δε συνεισέφερε με κανένα τρόπο στην αύξηση της περιουσίας που αποκτήθηκε μετά το γάμο, μόνο στην περίπτωση αυτή η αγωγή του απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη.
Από τη Χρύσα Φ. Αντωνοπούλου