Δικαιώματα αποζημίωσης σε περίπτωση απάτης
Ενόψει των δύσκολων οικονομικών συνθηκών της εποχής μας, τα οικονομικά εγκλήματα και δη η απάτη, αποτελούν δυστυχώς, συνήθεις περιπτώσεις στην καθημερινότητα του έλληνα δικηγόρου. Τι δικαιώματα γεννώνται όμως από αυτές τις πράξεις και πώς εννοεί ο έλληνας νομοθέτης την αποζημίωση του παθόντος; Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147,149,297,298 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δύο δυνατότητες:
Α. Έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας). Στην περίπτωση αυτή η αποζημίωση συνίσταται στο αρνητικό διαφέρον, δηλαδή ο απατηθείς, που επέλεξε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, δικαιούται παράλληλα και αποζημίωση για την κάλυψη κάθε ζημίας που θα είχε αποφευχθεί αν δεν είχε πιστέψει στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης.
Β. Έχει το δικαίωμα να αποδεχθεί την δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνον την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής. Αν ο απατηθείς επιλέξει να αποδεχθεί την ακυρώσιμη λόγω απάτης δικαιοπραξία, η οποία αποδοχή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή με την παρέλευση της προθεσμίας που τάσσει ο νόμος για την ακύρωση (ΑΚ 157 ΕφΠατρ 99/2008 ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση που δικαιούται συνίσταται στο θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπλήρωσης με το οποίο καλύπτονται οι ζημίες που θα είχαν αποφευχθεί, αν τα κρίσιμα περιστατικά ήταν υπαρκτά και όχι ανύπαρκτα και η δικαιοπραξία εκπληρωνόταν προσηκόντως, έτσι όπως αυτός την είχε πιστέψει (ΑΠ 715/2011, ΑΠ 1960/2009, ΑΠ 373/2008, ΑΠ 776/2004 ΝΟΜΟΣ).
Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο, σε αστικό επίπεδο, κάθε ενέργεια του παθόντος σε σχέση με την αποδοχή ή όχι της απάτης ως πραγματικού γεγονότος, να συνοδεύεται από ενδελεχή εξέταση των απορρεόντων δικαιωμάτων.
Από τη Σοφία Ι Αντωνοπούλου