Οπλοφορία και οπλοχρησία (Ν. 2168/1993)
Ο νόμος 2168/1993 (περί οπλοφορίας και οπλοκατοχής) κάνει εκτενή αναφορά σχετικά με το τι αποτελεί από νομικής άποψης ‘’όπλο’’, ενώ θέτει τους κανόνες με βάση τους οποίους δύναται κάποιος να κατέχει ή να εισάγει ή να πωλεί όπλα. Παράλληλα, θέτει τις ποινές για τις περιπτώσεις παράνομης οπλοκατοχής και οπλοχρησίας.
Ειδικότερα, στην έννοια του όπλου υπάγονται από τα πιο συνηθισμένα και ευρέως γνωστά στο κοινό (πυροβόλα, περίστροφα, κυνηγετικά κλπ), αλλά και όσα αντικείμενα είναι πρόσφορα για άμυνα ή επίθεση (όπως π.χ. ρόπαλα, ξίφη, σιδηρογροθιές κλπ). Αντίθετα, τα μαχαίρια που προορίζονται για οικιακή χρήση, για κυνήγι ή ψάρεμα δεν ανήκουν στην έννοια του όπλου, κατά το ν. 2168/1993, και κατά συνέπεια δεν απαιτείται ειδική άδεια κατοχής και χρήσης αυτών.
Η εισαγωγή όπλων απαγορεύεται, με εξαίρεση ειδικούς τύπους όπλων και κατόπιν άδειας. Σχετικά με την εμπορία, υπάρχουν όπλα των οποίων η πώληση απαγορεύεται και άλλα για τα οποία απαιτείται ειδική άδεια. Για τα αεροβόλα, ωστόσο, δεν προβλέπεται διαδικασία αδειοδότησης και μπορούν να κατέχονται ελεύθερα από κάθε ενήλικο άτομο.
Προκειμένου να αποκτήσει κάποιος ειδική άδεια κατοχής όπλων απαιτείται να καταθέσει ειδική αίτηση στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του. Σε αυτήν θα πρέπει να εκθέτει τους ιδιαίτερους λόγους, εξαιτίας των οποίων θεωρεί ο ίδιος ότι χρειάζεται να εφοδιαστεί με άδεια κατοχής όπλου. Παράλληλα με την αίτηση αυτή, ο ενδιαφερόμενος οφείλει να καταθέσει μία σειρά εγγράφων, μεταξύ των οποίων και ειδική βεβαίωση από ειδικό παθολόγο ιατρό ή ψυχίατρο, στην οποία θα βεβαιώνεται ότι είναι σε θέση από ψυχοσωματικής άποψης να χρησιμοποιήσει όπλο.
Η Υπηρεσία που δέχεται τα δικαιολογητικά (συνήθως η Κεντρική Υπηρεσία Ασφαλείας της Αστυνομίας) ελέγχει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας, και σε καταφατική περίπτωση χορηγεί άδεια για αγορά όπλου και μεταφορά του στον ενδιαφερόμενο. Ο ενδιαφερόμενος, στη συνέχεια, δύναται να απευθυνθεί σε κατάστημα πώλησης όπλων ή σε ιδιώτη που πραγματεύεται την πώληση όπλων, προς τον οποίο επιδεικνύει τη σχετική εκδοθείσα άδεια αγοράς όπλου. Κατόπιν της αγοράς του, το κατάστημα πώλησης ή ο ιδιώτης που πώλησε το όπλο, οφείλει να ενημερώσει την Ασφάλεια για την αγορά του συγκεκριμένου όπλου από τον κάτοχο της άδειας για αγορά όπλου. Ο τελευταίος από τότε μόνο αποκτά άδεια οπλοφορίας.
Οι πάσης φύσεως άδειες για κατοχή όπλου που προβλέπονται στο ν. 2168/1993 δε χορηγούνται σε όσους έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα για κακουργήματα, για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, για αυτεπαγγέλτως διωκόμενα πλημμελήματα που προβλέπονται από το ν. 2168/1993 κ.α. Ευνόητο βέβαια ότι δε χορηγούνται άδειες σε πρόσωπα που δεν πληρούν τα εχέγγυα φύλαξης και χρήσης όπλων, και ιδιαίτερα λόγω ψυχικών ασθενειών.
Η παράνομη οπλοχρησία και οπλοκατοχή συνιστούν πλημμελήματα, που τιμωρούνται με ποινές φυλάκισης μέχρι πέντε ετών και χρηματικές ποινές ύψους το μέγιστο μέχρι 30.000,00 €. Παράλληλα, βέβαια, με τα εγκλήματα αυτά τιμωρούνται και τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί μέσω της χρήσης αυτών, π.χ. ανθρωποκτονία, ληστεία κλπ.
Ο νόμος προβλέπει και διακεκριμένες περιπτώσεις οπλοκατοχής, οι οποίες τιμωρούνται με ποινή καθείρξεως, όταν ο δράστης εμπορεύεται, εισάγει, κατέχει, παραδίδει κλπ όπλα σε τρίτα πρόσωπα με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, ή όταν εφοδιάζει με αυτά οργανώσεις προσώπων, ή όταν αποκρύπτει όπλα.
Από τη Χρύσα Αντωνοπούλου