Ακύρωση διαταγής πληρωμής λόγω παράνομου υπολογισμού τόκων
Πρόσφατα εξεδόθη άλλη μια απόφαση η οποία εμπλούτισε επί της ουσίας την παγιωθείσα νομολογία στο τραπεζικό δίκαιο, καθώς ακύρωσε διαταγή πληρωμής στο σύνολό της ποσού ύψους 140.000 ευρώ. Ο λόγος ακύρωσης της εν λόγω διαταγής πληρωμής συνίσταται στην καταχρηστικότητα του όρου που εμπεριέχεται στις περισσότερες δανειακές συμβάσεις, βάσει του οποίου ο τόκος υπολογίζεται με βάσει τις 360 ήμερες και όχι 365, επιβαρύνοντας επί της ουσίας τον καταναλωτή με ποσό το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ την πραγματική οφειλή.
Η εν λόγω εκδοθείσα απόφαση πραγματεύεται μια σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθ` ης τράπεζας και του ανακόπτοντα, με την οποία ο ανακόπτων έλαβε ποσό 100.000 ευρώ, το οποίο συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από την υπογραφείσα σύμβαση. Ωστόσο η τράπεζα, κατήγγειλε την εν λόγω δανειακή σύμβαση δια εξώδικης δήλωσης καταγγελίας λόγω υπερημερίας αποπληρωμής των δόσεων από τον δανειολήπτη. Εν συνεχεία εξεδόθη εκ της Τράπεζας διαταγή πληρωμής, η οποία αφορούσε ληξιπρόθεσμο ποσό ύψους 140.000 ευρώ.
Από την μελέτη της υπογραφείσας δανειακής σύμβασης, δη από τον όρο 4.3 αυτής, προέκυψε ότι ως βάση υπολογισμού των τόκων ετέθη από την καθ` ης έτος 360 ημερών. Ο συγκεκριμένος τρόπος υπολογισμού των τόκων δεν συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο μερών αλλά επιβλήθηκε ουσιαστικά μονομερώς από την Τράπεζα, η οποία εκμεταλλεύτηκε ότι ο ανακόπτων θα αποδεχόταν μεταξύ άλλων και τον όρο αυτό. Η καθ` ης όμως παραβιάζοντας τον νόμο 2251/1994, περί προστασίας του καταναλωτή απέκρυψε από τον ανακόπτοντα τον παραπάνω τρόπο επιβάρυνσής του επιβάλλοντάς τον σε αυτόν ως κάτι δεδομένο.
Αναφερόμενοι στον εν λόγω νόμο θα πρέπει να επισημανθεί ότι στο άρθρο 1 παρ. 4 του Ν 2251/1994 ορίζεται ότι « Καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τελικό αποδέκτη τους. Αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να θεωρηθεί ως καταναλωτής το πρόσωπο που επιζητεί την προστασία του νόμου είναι να πρόκειται για προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και ο προμηθευόμενος τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες να είναι ο τελικός αποδέκτης τους. Καταναλωτής, άλλωστε, θεωρείται ο τελικός οικονομικός αποδέκτης των ανωτέρω προϊόντων και υπηρεσιών, που προσφέρονται στην αγορά, ανεξαρτήτως αν αποβλέπουν στην ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών. Καταναλωτής, επομένως, θεωρείται και ο έμπορος που λαμβάνει πίστωση από Τράπεζα για να καλύψει τις χρηματικές ανάγκες του ως τελικός αποδέκτης υπηρεσιών για να τις καταναλώσει και όχι να τις προσφέρει περαιτέρω με αντάλλαγμα και όταν συνάπτει συναλλαγές που είναι βοηθητικές για τη συγκεκριμένη εμπορική του δραστηριότητα, ενώ σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, είναι καταναλωτής. Συνεπώς, ο εγγυητής υπέρ πιστούχου, υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις, είναι καταναλωτής, διότι η εγγύηση είναι παρεπόμενη της πιστώσεως σύμβαση και η Τράπεζα δεν θα είχε καταρτίσει τη σύμβαση πιστώσεως, εάν η εγγύηση δεν είχε προσλάβει το περιεχόμενο το οποίο η Τράπεζα επιθυμεί, οπότε θα ήταν αντιφατικό να μην έχει και ο εγγυητής την ιδιότητα του καταναλωτή. Ήδη με την απόφαση της ΟλΑΠ 13/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ υιοθετήθηκε η προαναφερθείσα διευρυμένη έννοια του καταναλωτή. Περαιτέρω, οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Καταχρηστικοί, ενδεικτικά, είναι οι ΓΟΣ, που, μεταξύ άλλων…. ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς λύσης ή τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή … ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή … κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις … κζ) αναστρέφουν το βάρος απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα … λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση. Οι πιο πάνω αναφερόμενες ενδεικτικά περιπτώσεις γενικών όρων θεωρούνται, άνευ ετέρου, απο το νόμο, ως καταχρηστικοί. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων εις βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών, τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή».
Ως εκ της ανωτέρω παράθεσης του νόμου προκύπτει, ο υπολογισμός του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ανωτέρω αρχή της διαφάνειας. Επομένως, αποδεικνύεται η παράνομη επιβάρυνση της επίδικης απαίτησης η οποία επιδικάστηκε με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής με τόκους περισσότερους κατά 1.3889% ανά ημέρα, οι οποίοι κατά τη λειτουργία της σύμβασης ανατοκίζονταν από την πρώτη ημέρα καθυστέρησής τους, τα ποσά δε που προέκυπταν από τον ως άνω παράνομο ανατοκισμό ενσωματώνονταν στο κεφάλαιο ανά εξάμηνο, σύμφωνα με τον όρο 4.3 της σύμβασης και επανεκτοκίζονταν ως μέρος του κεφαλαίου. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται.
Στην περίπτωση δε κατά την οποία ο οφειλέτης σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί διαταγή πληρωμής επικαλεστεί με την ανακοπή του και αποδείξει ότι είναι άκυρος όρος του δανείου δυνάμει του οποίου έχει επιβαρυνθεί η εκ του δανείου οφειλή με επιπλέον χρηματικά ποσά πέραν του κεφαλαίου, όπως τόκους και έξοδα τα οποία έχουν ανατοκισθεί, κεφαλαιοποιηθεί και επανατοκισθεί με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο διαχωρισμός και η αφαίρεσή τους από τη συνολική απαίτηση και ως εκ τούτου να μην αποδεικνύεται το ακριβές ύψος της από τα προσκομιζόμενα για την έκδοση διαταγής πληρωμής αποσπάσματα, αμφισβητεί το ορισμένο ποσό της απαίτησης, το να μην είναι δηλαδή αυτή ανεκκαθάριστη, αλλά την έγγραφη απόδειξη του ακριβούς ύψους της.
Συνεπεία των ανωτέρω η απαίτηση της Τραπέζης στην παρούσα περίπτωση κατέστη ανεκκαθάριστη λόγω της ενσωμάτωσης σε αυτήν των ως άνω παρανόμως υπολογιζόμενων επιπλέον τόκων καθώς και των ποσών που προέκυπταν από τον ανατοκισμό τους βάσει της ως άνω αθέμιτης και παράνομης πρακτικής της καθ` ης. και κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω έγινε δεκτός ο προβαλόμενος λόγος ανακοπής και η διαταγή πληρωμής για ποσό 140.000 ευρώ ακυρώθηκε στο σύνολό της».
Από τη Σοφία Ι Αντωνοπούλου