Η ένσταση πλαστότητας
Όταν η έλλειψη γνησιότητας εγγράφου αποδίδεται σε πλαστότητα αυτού και ο πλαστογράφος μπορεί να κατονομαστεί από το διάδικο που αμφισβητεί τη γνησιότητα του προσκομισθέντος εγγράφου, βρίσκουν εφαρμογή οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που ορίζουν τα σχετικά με την πλαστογραφία στο πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας. Κρίσιμο για το χρόνο προβολής της πλαστότητας εγγράφου αποτελεί το εάν η πλαστογραφία μπορεί να αποδοθεί σε συγκεκριμένο πρόσωπο, και για την απόδειξη αυτής η ύπαρξη εγγράφων και μαρτύρων.
Σύμφωνα με το άρθρο 461 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ενώ κατά το άρθρο 463 ΚΠολΔ, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό (463 ΚΠολΔ) είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο της απόδειξης και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔ, παρά τη γενική του διατύπωση κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας. Επομένως, ο περιορισμός που τάσσει δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για το λόγο αυτό, η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνο, όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ’ ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Πράγματι, ο περιορισμός αυτός τείνει στη αποτροπή στρεψοδικίας και παρέλκυσης της εκκρεμούς δίκης (ΟλΑΠ 23/1999). Ενόψει τούτων, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 463 ΚΠολΔ αναφέρεται είτε σε δημόσια είτε σε ιδιωτικά έγγραφα, είτε αυτά προσκομίζονται σε προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη, αρκεί ο ισχυρισμός περί πλαστότητας να προβάλλεται κατ’ ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή (ΑΠ 914/2014). Έτσι, η διάταξη του άνω άρθρου 463 ΚΠολΔ απαιτεί την ταυτόχρονη με την προβολή του ισχυρισμού για πλαστότητα του εγγράφου προσκομιδή των αποδεικτικών εγγράφων και την αναφορά ονομαστικώς των μαρτύρων, η υποχρέωση της κατονόμασης των οποίων υφίσταται ακόμη και όταν έχει υποβληθεί μήνυση για πλαστογραφία, στην οποία αναφέρονται οι μάρτυρες, (ΑΠ 20/2017) και των άλλων αποδεικτικών μέσων, τόσο στην περίπτωση που κατονομάζεται ο πλαστογράφος, όσο και στην περίπτωση που αυτός δεν κατονομάζεται, καθόσον η διατύπωση της διάταξης του άρθρου 463 ΚΠολΔ είναι γενική και στο άρθρο 464 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο αν έγγραφο προσβάλλεται ως πλαστό χωρίς να αποδίδεται η πλαστογραφία σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο διατάζει αποδείξεις μόνο αν εκείνος που προσκόμισε το έγγραφο επιμένει να το χρησιμοποιήσει και το έγγραφο είναι κατά την κρίση του δικαστηρίου ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης, δεν προβλέπεται διάφορη (ΑΠ 726/2016, ΑΠ 760/2013). Σε αντίθεση, δηλαδή, προς την ένσταση πλαστότητας, όπου κατονομάζεται ο πλαστογράφος, η οποία προτείνεται προνομιακώς σε κάθε στάση της δίκης δι’ αγωγής, ανακοπής ή ενστάσεως, εάν η πλαστότητα δεν αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, τότε πρέπει να προταθεί μόνον κατά τη συζήτηση, κατά την οποία το πρώτο προσκομίζεται το έγγραφο (άρθρο 464 ΚΠολΔ), εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ, και όχι σε μεταγενέστερη συζήτηση, εκτός εάν κατονομασθεί ο πλαστογράφος, οπότε η ένσταση αναλαμβάνει τον προνομιακό της χαρακτήρα.
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω αναφερόμενα, όταν μπορεί να κατονομασθεί ο πλαστογράφος, η προβολή του ισχυρισμού της πλαστότητας εγγράφου μπορεί να λάβει χώρα σε κάθε στάση της ήδη ανοιχθείσας δίκης με παρεμπίπτουσα αγωγή, ανακοπή ή ένσταση ενώ εάν ο πλαστογράφος είναι αγνώστων στοιχείων, η πλαστότητα μπορεί να προβληθεί μόνο με ένσταση στο πλαίσιο της ίδιας συζητήσεως. Προκειμένου για το παραδεκτό του ισχυρισμού της πλαστότητας εγγράφου στην περίπτωση που τα στοιχεία του πλαστογράφου είναι γνωστά στο διάδικο που την επικαλείται, πρέπει να προσκομίζονται τα έγγραφα που την αποδεικνύουν και γνωστοποιούνται στο δικαστήριο τα ονόματα των μαρτύρων που μπορούν να συνηγορήσουν υπέρ του ανωτέρω ισχυρισμού.
Από τη Σοφία Ι Αντωνοπούλου