Η γνώμη του ανηλίκου τέκνου στη δικαστική διαμάχη
Πολύ συχνά, και ιδίως στις γαμικές διαφορές, οι εντολείς μας ρωτούν εάν στο Δικαστήριο μπορεί να καταθέσει το/α ανήλικο/α τέκνο/α τους ώστε ο δικαστής να σχηματίσει ορθή δικανική πεποίθηση και να καταλήξει στην αλήθεια από τον πλέον αντικειμενικό κριτή, το/α παιδί/α του ζεύγους. H απάντηση είναι ότι ο νόμος θέτει ορισμένα γενικά όρια, αφήνοντας στην κρίση του Δικαστή την εξέταση και αξιολόγηση της κατάθεσης του ανηλίκου σε όσες περιπτώσεις αυτή λαμβάνει χώρα.
Ειδικότερα, ο νόμος διαχωρίζει το επίπεδο ωριμότητας του ανηλίκου, σύμφωνα με την ηλικία του, δίδοντάς του όλο και περισσότερες εξουσίες όσο μεγαλώνει ηλικιακά. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 134 ΑΚ «Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο έτος είναι ικανός για δικαιοπραξία, από την οποία αποκτά απλώς και μόνο έννομο όφελος.», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 135 «Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος μπορεί να διαθέτει ελεύθερα κάθε τι που κερδίζει από την προσωπική του εργασία ή που του δόθηκε για να το χρησιμοποιεί ή για να το διαθέτει ελεύθερα». Κατά το άρθρο 136ΑΚ δε, «Ο Ανήλικος που συμπλήρωσε το δέκατο πέμπτο έτος μπορεί, με τη γενική Συναίνεση των προσώπων που ασκούν την επιμέλειά του, να συνάψει σύμβαση εργασίας ως εργαζόμενος. Αν δεν δίνεται η Συναίνεση, αποφασίζει το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του ανηλίκου». Στο πνεύμα αυτό
Σύμφωνα με το άρθρο 1511 του Αστικού Κώδικα, «Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου. Στο συμφέρον του τέκνου πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν, κατά τις διατάξεις του νόμου, το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο της ασκησής της. Η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας. Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντά του.»
Στο ίδιο πνεύμα με τον αστικό κώδικα κινούνται και οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθώς όσον αφορά το δικονομικό σκέλος της διαδικασίας λήψης της ανωτέρω γνώμης στο άρθρο 612 ορίζεται ότι: «Το δικαστήριο στις διαφορές του άρθρου 592 αριθμ. 3 περίπτωση β` πριν από την έκδοση της απόφασής του, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου, λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του. Μπορεί αν αποφασίσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, να ορίζει ελεύθερα το χρόνο διεξαγωγής της, χωρίς να δεσμεύεται από χρονικούς περιορισμούς. Για την επικοινωνία με το τέκνο ορίζονται και καταχωρίζονται, στα πρακτικά του αρμόδιου δικαστηρίου, ο χρόνος και ο τόπος της συνάντησης, καθώς και, ο δικαστής που θα επικοινωνήσει με το τέκνο. Με διαταγή του δικαστηρίου, που καταχωρίζεται επίσης στα πρακτικά, καλείται να παρουσιάσει το τέκνο όποιος διαμένει μαζί του. Σε περίπτωση ερημοδικίας κάποιου διαδίκου, το δικαστήριο ορίζει χρόνο επίδοσης αντιγράφου των πρακτικών στον απολειπόμενο διάδικο. Η επικοινωνία του δικαστή με το τέκνο γίνεται ιδιαιτέρως και δεν επιτρέπεται να είναι παρόν σε αυτήν άλλο πρόσωπο, εκτός αν ο δικαστής κρίνει διαφορετικά. Για το περιεχόμενο της συνομιλίας δεν συντάσσεται έκθεση.».
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων παρουσιάζει αρκετές διαφοροποιήσεις ανά περίπτωση. Με δεδομένο ότι επί ανηλίκων μικρής ηλικίας, η βούληση τους αρκετές φορές στηρίζεται στην μονομερή επίδραση του ενός εκ των γονέων (ΜΠρΠατρ 554/2001), ακόμα και αν το τέκνο εκδηλώνει αποστροφή προς τον ένα γονέα, το Δικαστήριο μπορεί να διαγνώσει ότι αυτή αποτελεί προϊόν διαβολής (ΑΠ.242/1986), ενώ αντίθετα, σε άλλες περιπτώσεις ακόμα και όταν το τέκνο δηλώνει την επιθυμία του να μείνει με τον ένα γονέα το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι κάτι τέτοιο αντιτίθεται στο πραγματικό συμφέρον του (ΜΠΘες 23568/2011).
Εν κατακλείδι, η γνώμη του τέκνου συνεκτιμάται, δεν είναι όμως δεσμευτική για το Δικαστήριο, το οποίο δεν είναι υποχρεωμένο να την ακολουθήσει ή να αιτιολογήσει ειδικώς την μη αποδοχή της. Μάλιστα, δεν υφίσταται καν υποχρέωση του Δικαστηρίου να παραθέσει τη γνώμη του τέκνου στην απόφαση που θα εκδοθεί, διότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οξύνει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις των διαδίκων προκαλώντας αντανακλαστικά βλάβη στο συμφέρον του τέκνου.
Από τη Σοφία Ι. Αντωνοπούλου