Πολλές φορές οι δικηγόροι ερωτόμαστε από εντολείς μας σε αστικά και ποινικά Δικαστήρια, εάν μπορούν να χρησιμοποιηθούν παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα, όπως μαγνητοφωνημένες συνομιλίες που έχουν ληφθεί χωρίς ειδοποίηση κάποιου ομιλούντος, μηνύματα στο κινητό για τα οποία ο αποστολέας δεν έχει παράσχει άδεια χρήσης, περιστατικά που έχουν βιντεοσκοπηθεί χωρίς άδεια ή φωτογραφίες που έχουν ληφθεί εν αγνοία του εικονιζόμενου προσώπου. Στο παρόν επιχειρείται μια προσπάθεια απλούστευσης του τι τελικά ισχύει σε αυτές τις περιπτώσεις και πως κρίνουν κατά περίπτωση τα Δικαστήρια. Σε γενικές γραμμές πάντως, οι νομικοί καταλήγουν στο ότι τα Δικαστήρια πρέπει να τα κρίνουν ως απαράδεκτα, αφορμώμενοι από διαφορετικές διατάξεις.
Ως γνωστόν, οι δικονομικοί κανόνες είναι κανόνες προεχόντως δημοσίου δικαίου και αποτελούν «εφαρμοστέο συνταγματικό δίκαιο», καθώς απονέμοντας δικαιοσύνη τα Δικαστήρια κατ’ άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος ασκούν κρατική λειτουργία, τμήμα της οποίας αποτελεί και η αποδεικτική διαδικασία. Από το σύνολο των κανόνων του δικαίου της απόδειξης (π.χ. 362, 365 παρ. 1, 402 αρ. 1, 417 παρ. 1 εδαφ. δ’, 419 παρ. 2, 421 παρ. 1, 615 παρ. 1 ΚΠολΔ) προκύπτει η αρχή ότι η αποδεικτική διαδικασία δεν μπορεί να λάβει χώρα κατά παράβαση κανόνων θεμελιωδών που προστατεύουν δικαιώματα συνταγματικής περιωπής, όπως η προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Ως παράνομα αποδεικτικά μέσα εκλαμβάνονται εκείνα που εμπίπτουν στις διακρίσεις των αποδεικτικών μέσων του άρθρου 339 ΚΠολΔ (επώνυμα αποδεικτικά μέσα) και που ανταποκρίνονται στις δικονομικές προϋποθέσεις των αποδεικτικών κανόνων, των οποίων όμως η κτήση ή η χρησιμοποίηση ή και αμφότερες προσκρούουν σε κάποιο κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Πρόκειται δηλαδή για αθέμιτο τρόπο κτήσης αποδεικτικών μέσων μετά από μη νόμιμη κατά το ουσιαστικό δίκαιο συμπεριφορά του διαδίκου. Τα αποδεικτικά μέσα που κτήθηκαν παράνομα μετά από παραβίαση διατάξεων συνταγματικού δικαίου, όπως η προστασία των προσωπικών δεδομένων, είναι απαράδεκτα.
Η άποψη του Μπέη περί απαραδέκτου της χρήσης των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ, που απαγορεύει την κακόπιστη δικονομική συμπεριφορά και την παραβίαση των χρηστών ηθών. Τα παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα θεωρούνται κατά τον Μπέη απαράδεκτα α) όταν το αποδεικτικό μέσο έχει ως αντικείμενο τη συμπεριφορά του προσώπου στο χώρο των περιουσιακών του συναλλαγών, ελήφθη δε με συνθήκες που συνιστούν “παγίδευσή” του και με τρόπους που αντίκεινται στην καλή πίστη και β) όταν το αποδεικτικό μέσο έχει ως αντικείμενο εκδήλωση του προσώπου στη σφαίρα της ιδιωτικής του ζωής.
Κατά τον Καλαβρό, όταν η χρησιμοποίηση των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων αποτελεί προσβολή ατομικών δικαιωμάτων (όπως η προστασία των προσωπικών δεδομένων), πρέπει να θεωρείται απαγορευμένη όχι μόνο η σχετική ενέργεια του Δικαστή ως κρατικού οργάνου, αλλά λόγω της τριτενέργειας των ατομικών δικαιωμάτων και αυτού του διαδίκου, που προσάγει και επικαλείται αυτά τα αποδεικτικά μέσα. Η απαράδεκτη αυτή χρησιμοποίηση αυτών των αποδεικτικών μέσων επιφέρει κυρώσεις δικονομικού και ουσιαστικού χαρακτήρα, όπως εκείνες των άρθρων 559 αρ. 11 ΚΠολΔ, 370α ΠΚ, 57 και 59 ΑΚ.
Έχει υποστηριχθεί επίσης ότι τα έγγραφα που αποκτήθηκαν με αθέμιτο τρόπο είναι απαράδεκτα προεχόντως όταν η κτήση τους προσκρούει σε διατάξεις που προστατεύουν αξίες για την προστασία των οποίων, εάν επρόκειτο περί αιτήσεως επιδείξεως εγγράφων, ο διάδικος ή ο τρίτος θα εδικαιούντο να αρνηθούν την επίδειξη (άρθ. 450-452 ΚΠολΔ). Από την επισκόπηση των διατάξεων των άρθρων 401 και 402 ΚΠολΔ εξειδικεύεται ο σπουδαίος λόγος, με την ύπαρξη του οποίου μπορεί ο διάδικος να προτείνει το απαράδεκτο του παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου: προστασία σχέσεων εμπιστοσύνης (401 αρ. 1), προστασία σχέσεων συγγένειας (401 αρ. 2), προστασία από κίνδυνο διώξεως για αξιόποινη πράξη (402 αρ. 1), προστασία της τιμής (402 αρ. 1), προστασία επαγγελματικού απορρήτου (402 αρ. 2). Σπουδαίος λόγος άλλωστε που δικαιολογεί τη μη επίδειξη είναι και η στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων μέσα από την οποία κρίνεται ότι η βλάβη που υφίσταται ο αιτούμενος την επίδειξη διάδικος από τη μη επίδειξη του εγγράφου, είναι μικρότερη από τη βλάβη που θα υποστεί ο αντίδικός του από την επίδειξη.
Περαιτέρω, ο ν. 2472/1997 περί «Προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» αναφέρει εναργώς στο άρθρο 2 περίπτ. α’ και β’ ποια δεδομένα θεωρούνται προσωπικού χαρακτήρα. Η χρήση αποδεικτικών μέσων τα οποία έχουν αποκτηθεί χωρίς τη συγκατάθεση που απαιτεί ο ν. 2472/1997 του υποκειμένου που αφορούν, αποτελεί αθέμιτη επεξεργασία, η οποία αντίκειται εκτός του νόμου αυτού και σε συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα και καθιστά με αυτόν τον τρόπο ανεπίτρεπτη τη χρησιμοποίησή τους από το Δικαστήριο. Ειδικότερα, με την τελευταία αναθεώρηση (2001) προστέθηκε στο άρθρο 19 του Συντάγματος μια νέα παράγραφος, η οποία απαγορεύει αδιακρίτως τη χρήση αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση, μεταξύ άλλων, και του απαραβίαστου των προσωπικών δεδομένων.
Το ζήτημα των αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν παράνομα, εκείνων δηλαδή που εμπίπτουν μεν στη διάταξη του άρθρου 339 ΚΠολΔ, των οποίων όμως «η κτήση ή η χρησιμοποίηση ή και αμφότερες προσκρούουν σε κανόνα ουσιαστικού δικαίου», σχετίζεται με τη δυσμενή επίδραση του αθέμιτου τρόπου κτήσεώς τους στο δίκαιο της αποδείξεως και συνεπάγεται το απαράδεκτο της δικονομικής χρησιμοποίησής τους από το διάδικο.
Το περαιτέρω ζήτημα του παραδεκτού ή μη της χρήσεως παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων ρυθμίστηκε ρητώς από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Η συνταγματική διάταξη, η οποία δυνάμει του άρθρου 25 παρ. 1 εδαφ. γ’ του Συντάγματος τριτενεργεί στις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις, εισάγει χωρίς επιφύλαξη γενική απαγόρευση χρήσεως αποδεικτικών μέσων που έχουν κτηθεί κατά παράβαση των άρθρων περί προστασίας, μεταξύ άλλων, και των προσωπικών πληροφοριών και δεδομένων. Η ευρύτητα της διατύπωσης δηλώνει τη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη να αποκλείσει τη χρησιμοποίηση κάθε αποδεικτικού μέσου, ο παράνομος τρόπος κτήσης του οποίου πλήττει συνταγματικώς προστατευόμενα ατομικά δικαιώματα.
Συνεπώς, τόσο πριν την αναθεώρηση του 2001, οπότε και έλαβε χώρα η προσθήκη της παρ. 3 στο άρθρο 19 του Συντάγματος, όσο και μετά την αναθεώρηση, υπήρχε ευθεία σύνδεση των συνταγματικών επιταγών με τη διεξαγωγή της πολιτικής δίκης και συγκεκριμένα της αποδεικτικής διαδικασίας αυτής. Το δικαίωμα της απόδειξης είναι συνταγματικής προελεύσεως και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ασκηθεί καταχρηστικά βάσει του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, δηλαδή να γίνουν αποδεκτά στο πλαίσιο μιας πολιτικής δίκης παρανόμως αποκτηθέντα αποδεικτικά μέσα. Η νέα παράγραφος «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α» αποτελεί έκφραση μιας γενικής αρχής απαγόρευσης χρήσης αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί με παράνομο και αντισυνταγματικό τρόπο.
Κατόπιν αυτών, σύμφωνα με τη νομολογία και τη θεωρία (πρβλ. Μητσόπουλο, Παρέμβαση, Πρακτικά 27ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων, σ. 149, Επίσης, Κεραμέα, Πορίσματα, ό.π. σ. 272-273, Νίκα, Παρέμβαση, Πρακτικά 27ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων σ. 145, Γέσιου Φαλτσή, σ. 83) η χρήση των παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων από το διάδικο είναι ανεπίτρεπτη.
Από τη Σοφία Ι Αντωνοπούλου