Η ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Η ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗ
Με το άρθρο 63 του ν. 4174/2013 εισήχθη η υποχρεωτική άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής κατά οποιασδήποτε πράξης εκδοθείσας σε βάρος του υποχρέου από τη Φορολογική Διοίκηση, η οποία τίθεται εφεξής ως αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού του προβλεπόμενου ενδίκου βοηθήματος ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων. Ενδικοφανής είναι, σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η προσφυγή η οποία ασκείται ενώπιον του διοικητικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, είτε του ιεραρχικώς προϊσταμένου του είτε οργάνου που ιδρύεται ειδικά για το σκοπό αυτό, εντός ορισμένης προθεσμίας και συνεπάγεται πλήρη έλεγχο της πράξης, ήτοι τον
έλεγχο τόσο της νομιμότητάς της όσο και της σκοπιμότητάς της. Η εκ του νόμου πρόβλεψη της ασκήσεως μιας τέτοιας ενδικοφανούς προσφυγής συνεπάγεται ότι το ένδικο βοήθημα ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί μόνο κατά της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή, επί παραλείψεως εκδόσεως αποφάσεως, κατά της απορρίψεως της ενδικοφανούς προσφυγής, την οποία τεκμαίρει η άπρακτη πάροδος τριμήνου ή άλλης ειδικής προβλεπόμενης προθεσμίας.
Η ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων κατατίθεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη ή παρέλειψε την έκδοσή της, εντός τριάντα (30) ημερών από τη συντέλεση της παράλειψης ή από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης στον υπόχρεο, το αίτημα δε τούτης έγκειται στην επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης.
Η καταβολή του αμφισβητούμενου ποσού της προσβαλλόμενης πράξης της Φορολογικής Διοίκησης δύναται να ανασταλεί με δύο (2) τρόπους: Αφενός μεν, με την καταβολή του 50% αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής του υπολοίπου 50%. Αφετέρου δε, με την ταυτόχρονη κατάθεση αιτήματος αναστολής, η πληρωμή δύναται να ανασταλεί, εφόσον κριθεί από τη Διοίκηση ότι επαπειλείται λόγω της πληρωμής αυτής, ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο. Το ανεπανόρθωτο της βλάβης του υποχρέου εκτιμάται βάσει του παγκοσμίου εισοδήματος από κάθε πηγή για τα 2 προηγούμενα έτη, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση είτε του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων για τα φυσικά πρόσωπα, είτε η περιουσιακή κατάσταση των νομικών προσώπων στα οποία συμμετέχει ο αιτών για τα νομικά πρόσωπα, κατά το χρόνο κατάθεσης της αναστολής[1].
Με την άπρακτη πάροδο της ειδικώς προβλεπόμενης προθεσμίας, η οποία εκκινεί με την κατάθεση της αίτησης αναστολής και της ενδικοφανούς προσφυγής αντίστοιχα, και την παράλειψη της αρμόδιας αρχής να εκδώσει απόφαση, τεκμαίρεται η απόρριψη των αιτημάτων του υποχρέου. Κατά της ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής απόφασης της ενδικοφανούς προσφυγής, ο υπόχρεος δύναται να προσφύγει ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, το δικαίωμα δε τούτο επιφυλάσσεται αποκλειστικά και μόνο στο διοικούμενο, ενώ αντιθέτως, η Φορολογική Διοίκηση υποχρεούται σε συμμόρφωση προς την εκδοθείσα απόφαση. Ως αναγκαίος όρος και επί ποινή απαραδέκτου άσκησης της προσφυγής, τίθεται η επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου του δικογράφου της προσφυγής με επιμέλεια του υπόχρεου, με δικαστικό επιμελητή στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών εντός είκοσι (20) ημερών, αρχής γενομένης από τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής[2]. Τυχόν επίδοση, συνεπώς, στη Φορολογική Αρχή, έστω εκ παραδρομής, επιφέρει ακυρότητα και η προσφυγή καθίσταται εξ αυτού του λόγου απορριπτέα[3].
Σε περίπτωση δε, κατά την οποία ο υπόχρεος αποφασίζει να συμμορφωθεί προς την απορριπτική απόφαση της διοικητικής αρχής, εκδοθείσης επί της ενδικοφανούς προσφυγής του, συντάσσεται σχετικό πρακτικό αποδοχής της διαφοράς, βάσει του οποίου καταβάλλεται εκ του υποχρέου το 1/5 του βεβαιωθέντος ποσού. Το υπόλοιπο βεβαιωθέν ποσό καταβάλλεται εφάπαξ έως την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου από την υπογραφή του πρακτικού μήνα[4]. Στις περιπτώσεις, όμως, που το ποσό του κύριου φόρου, βαρυνόμενο με τις οικείες προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, που προκύπτει βάσει της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης, είναι μικρότερο ή ίσο από το ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) που έχει ήδη βεβαιωθεί λόγω της προαναφερόμενης άσκησης της προβλεπόμενης ενδικοφανούς προσφυγής, συντάσσεται σχετικό ΑΦΕΚ για το επιπλέον ποσό που έχει βεβαιωθεί, ενώ το υπόλοιπο ήδη βεβαιωθέν ποσό δεν θίγεται ως προς τον τρόπο βεβαίωσης και καταβολής του, βαρυνόμενο με τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, από τότε που κατέστη ληξιπρόθεσμο, εφόσον τούτο δεν έχει καταβληθεί[5]. Περαιτέρω, στις περιπτώσεις που το ποσό του κύριου φόρου, βαρυνόμενο με τις οικείες προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, που προκύπτει βάσει της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης, υπερβαίνει το 50% που έχει ήδη βεβαιωθεί, τότε το επιπλέον βάσει πρακτικού αποδοχής της διαφοράς ποσό βεβαιώνεται και καταβάλλεται κατά τις κείμενες κατά περίπτωση διατάξεις, χωρίς να επηρεάζεται το αρχικώς βεβαιωθέν ποσό. Σε κάθε περίπτωση, τα ποσά που τυχόν έχουν ήδη καταβληθεί βάσει προηγούμενων βεβαιώσεων, συμψηφίζονται με τα άμεσα καταβλητέα ποσά για την εγκυρότητα της ενδικοφανούς προσφυγής, και εφόσον έχουν καταβληθεί ποσά που καλύπτουν το 1/5 του ποσού του πρακτικού αποδοχής της διαφοράς μετά την απόφαση της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης, τότε δεν απαιτείται η καταβολή επιπλέον ποσού[6].
Από τη Σοφία Ι Αντωνοπούλου
[1] Βλ. απόφαση του Γ.Γ. Δημοσίων Εσόδων ΠΟΛ 1002/2-1-2014 (Β΄ 55) για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4174/2013.
[2] Βλ. άρθρ. 126§1β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο «Στις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου της άσκησής τους, η επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου του δικογράφου της προσφυγής, με επιμέλεια του διαδίκου στην αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη ή που, παρά το νόμο, παρέλειψε την έκδοσή της, μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής».
[3] Βλ. ΠΟΛ 1069/4-3-2014 και άρθρ. 49 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, στις διατάξεις του οποίου προβλέπεται ότι «1. Οι επιδόσεις δικογράφων προς το Δημόσιο γίνονται στον Υπουργό Οικονομικών…2. Κατ` εξαίρεση, στις φορολογικές εν γένει διαφορές οι επιδόσεις προς το Δημόσιο γίνονται προς την αρχή που εξέδωσε τη σχετική πράξη ή που παρά το νόμο παρέλειψε την έκδοσή της.…4. Οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους επιδόσεις γίνονται στο κατάστημα που εδρεύουν οι οικείες υπηρεσίες και κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες».
[4] Βλ. τις διατάξεις του εδαφίου β` της παραγράφου 1 του άρθρου 74 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος σε συνδυασμό με τις διατάξεις του εδαφίου β` της παρ. 5 του ιδίου άρθρου, όπως τροποποιήθηκαν από τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 74 του Ν. 4172/2013.
[5] Με την αμφισβήτηση της πράξης της Φορολογικής Αρχής από τον υπόχρεο κατά την ενδικοφανή διοικητική διαδικασία, έχει ήδη βεβαιωθεί άμεσα ποσοστό 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης.
[6] Βλ. απόφαση Δ12 1017827 ΕΞ 24.1.2014 της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, σχετικά με τη βεβαίωση και καταβολή ποσών με βάση την ενδικοφανή προσφυγή.