Πολύ συνηθισμένη περίπτωση, που αντιμετωπίζουν οι Διευθυντές των σχολικών μονάδων, είμαι η προσκόμιση από τον γονέα που ασκεί την επιμέλεια του ανήλικου μαθητή δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του άλλου γονέα με το τέκνο, με την επίκληση της οποίας ο πρώτος αξιώνει την απαγόρευση οποιασδήποτε επικοινωνίας εντός του σχολείου μεταξύ του δεύτερου και του παιδιού (αφού οι σχετικές αποφάσεις παγίως προβλέπουν επικοινωνία κατά τα Σαββατοκύριακα, τις σχολικές εορτές Χριστουγέννων και Πάσχα, τις θερινές διακοπές και ενδεχομένως ορισμένα απογεύματα εντός της εβδομάδας), καθιστώντας υπεύθυνους τους εκπαιδευτικούς για την εκτέλεση/ ή εφαρμογή/της δικαστικής απόφασης’.
Αναφορικά με το θέμα αυτό θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα :
Ι) Όσον αφορά τα όρια ισχύος της δικαστικής απόφασης επικοινωνίας:
Η δικαστική απόφαση, που ορίζει την επικοινωνία ανάμεσα στο παιδί και τον γονέα που δεν μένει μαζί του, κατοχυρώνει το δικαίωμα του τελευταίου, στο οποίο αντιστοιχεί η σχετική υποχρέωση του γονέα που μένει μαζί με το παιδί. (Κουμάντος Οικογενειακό ίκαιο, ΙΙ, σελ.213, με παραπομπές στις ΕφΑθ 920/1986, ΝοΒ 35/1987, σ.929-930, ΕφΑθ 10897/1980, Αρμεν 36/1983 σ.637).
Επιπλέον, πρόκειται για απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, το δεδικασμένο της οποίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρ.325 ΚΠολ, ισχύει υπέρ και κατά μόνο των διαδίκων, των ειδικών τους διαδόχων και τέλος, εκείνων που νέμονται ή κατέχουν το επίδικο πράγμα στο όνομα κάποιου διαδίκου ή διαδόχου -όταν πρόκειται για εμπράγματες ή ενοχικές σχέσεις.
Τούτο σημαίνει πρώτον ότι το σχολείο δεν συγκαταλέγεται στα πρόσωπα που δεσμεύονται από το δεδικασμένο της σχετικής απόφασης και δεύτερον ότι μόνος υπόχρεος να τηρήσει επακριβώς την απόφαση είναι ο γονέα που μένει με το παιδί, ο οποίος οφείλει να έχει το παιδί στη διάθεση του άλλου γονέα όταν και όπου η πιο πάνω απόφαση ορίζει (βλ.σχ. με την ανάλυση της εν λόγω υποχρέωσης σε Κουμάντο, ό.π.π.).
Επομένως, ο γονέας που δεν μένει με το παιδί (και συνηθέστατα βάσει της επικρατούσας δικαστηριακής πρακτικής δεν ασκεί την επιμέλειά του) είναι ο μόνος που νομιμοποιείται να επιδιώξει την εφαρμογή της δικαστικής απόφασης και να υλοποιήσει το δικαίωμά του σε επικοινωνία, ενώ κανένα άλλο πρόσωπο δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο για τη μη εκτέλεση της απόφασης εκτός από τον γονέα που μένει με το παιδί (και ομοίως συνηθέστατα ασκεί την επιμέλειά του), ο οποίος φέρει τις σχετικές αστικές και ποινικές ευθύνες, σε περίπτωση που το παιδί δεν είναι στη διάθεση του άλλου γονέα, όταν και όπου η απόφαση ορίζει.
Για τον λόγο αυτό άλλωστε, επειδή δηλαδή υπόχρεος για την εφαρμογή της απόφασης περί επικοινωνίας είναι ο γονέας που μένει με το παιδί, η επικοινωνία ορίζεται σε χρονικά διαστήματα που το παιδί βρίσκεται μαζί του, και ο οποίος υποχρεούται να το παραδώσει στον άλλο γονέα, και δεν ορίζεται βεβαίως σε χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία το παιδί βρίσκεται στο σχολείο. [Είναι επίσης προφανές ότι εάν η επικοινωνία ρυθμιζόταν για τα διαστήματα κατά τα οποία το παιδί-μαθητής θα έπρεπε να βρίσκεται στο σχολείο, αυτό θα επέφερε βλάβη του δικαιώματός του στην εκπαίδευση κι επομένως δεν θα εξυπηρετούσε το συμφέρον του, στο οποίο όμως αποβλέπουν οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις.] Τα πιο πάνω δεν παραγνωρίζουν την πρόβλεψη του άρθρου 95 παρ.5 εδ.α’ του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις», όπως τροποποιήθηκε με την αναθεώρηση του 2001, επεκτείνοντας πλέον την υποχρέωση συμμόρφωσης της ιοίκησης σε όλες τις δικαστικές αποφάσεις [και όχι μόνο στις ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ] ( Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο: Ατομικά Δικαιώματα, Β’ τόμος, εκδ.Σάκκουλα, β’ αναθεωρ.έκδοση, 2005, αριθ.1514, σελ.1398).
Διότι η υποχρέωση της Διοίκησης, δηλαδή του σχολείου εν προκειμένω συνίσταται στον έλεγχο του εάν επιτρέπεται ή απαγορεύεται η επικοινωνία μεταξύ γονέα και τέκνου, ώστε να επιτρέψει ή να εμποδίσει την επωφελή ή βλαπτική επικοινωνία αντίστοιχα, εάν τεθεί σχετικό ζήτημα. Δεδομένου ότι για την πέραν της ρητά ρυθμιζόμενης με δικαστική απόφαση επικοινωνίας ισχύουν τα ακόλουθα.
ΙΙ) Όσον αφορά την επικοινωνία, πέραν της ρητά ρυθμιζόμενης από τη δικαστική απόφαση:
Η άποψη ότι το γεγονός ότι δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε επικοινωνία δεν ορίζεται ειδικά από την ισχύουσα απόφαση, είναι εσφαλμένη, διότι ταυτίζει την έλλειψη μη ειδικότερης πρόβλεψης για επικοινωνία στο χώρο του σχολείου με την απαγόρευση αυτής.
Όμως, όπως είναι γνωστό, η προσωπική επικοινωνία μεταξύ γονέα και τέκνου περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και την τηλεφωνική επικοινωνία και την αλληλογραφία, μορφές οι οποίες μπορούν να γίνονται παράλληλα με την κυρίως επικοινωνία (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Κατ’άρθρο ερμηνεία, VIII, 1993, υπό άρθρο 1520 ΑΚ, IV,2, σελ.221).
Ενδεχόμενη αποδοχή της λογικής της άποψης περί απαγόρευσης όποιας επικοινωνίας δεν ορίζεται ρητά στην απόφαση θα σήμαινε ότι, εάν η εκάστοτε δικαστική απόφαση περί επικοινωνίας δεν περιλαμβάνει ειδική πρόβλεψη για την ανταλλαγή φερ’ ειπείν τηλεφωνημάτων μεταξύ του γονέα και του τέκνου του, αυτά είναι απαγορευμένα. Τούτο όμως είναι εσφαλμένο, διότι μόνο εάν διαπιστώνεται, λόγω ειδικών περιστάσεων, η δυσμενής επίδρασης αυτής της επικοινωνίας, ‘μπορεί να προκαλείται η ρυθμιστική επέμβαση του δικαστηρίου’ (Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ό.π.π. σ.222-223).
Επομένως, εάν δεν απαγορευθεί ρητά από το δικαστήριο, δεν μπορεί να αποκλειστεί επικοινωνία που δεν είχε προβλεφθεί ειδικά από αυτό. Το αυτό ισχύει και για τις προσωπικές συναντήσεις του γονέα με το παιδί καθ’ εαυτές. Διότι άλλως, εάν δηλαδή απαγορευόταν οποιαδήποτε προσωπική συνάντηση σε χρόνο και τόπο μη προβλεπόμενο από τη δικαστική απόφαση, οι συνέπειες θα ήταν εξαιρετικά ανεπιεικείς, και μάλιστα εις βάρος του ανήλικου, όπως για παράδειγμα σε περίπτωση εισαγωγής του τέκνου σε νοσηλευτικό ίδρυμα και – πολύ περισσότερο- παρατεταμένης νοσηλείας του ή σε περίπτωση που ο γονέας ήταν ‘υποχρεωμένος’ να αγνοήσει την παρουσία του τέκνου του και να μην χαιρετίσει αυτό, όταν συναντηθεί μαζί του στο χώρο που το τελευταίο φοιτά, όπως σε περίπτωση επίσκεψης του γονέα που δεν μένει με το παιδί, προκειμένου να ενημερωθεί για την πρόοδο κλπ του τέκνου.
Ο Συνήγορος του Πολίτη, επιφορτισμένος από το νόμο να προασπίζεται το συμφέρον του παιδιού, δεν μπορεί να υιοθετήσει άποψη η οποία οδηγεί στη
δημιουργία ανεπιεικών για τους ανήλικους καταστάσεων. Άλλωστε, γνώμονα για την κρίση και δράση του Συνηγόρου αποτελούν τα δικαιώματα του παιδιού, όπως αυτά έχουν κατοχυρωθεί από τη ιεθνή Σύμβαση για τα ικαιώματα του Παιδιού (Ν.2101/1992 με αυξημένη τυπική σύμφωνα με το άρ.28 παρ.1 του Συντάγματος).
ΙΙΙ) Όσον αφορά το δικαίωμα του παιδιού σε επικοινωνία με τον γονέα που
δεν μένει μαζί του. Το δικαίωμα του παιδιού σε επικοινωνία και με τους δύο γονείς, επομένως και με τον γονέα που δεν μένει μαζί του εδράζεται στα άρθρα 7, 8, 9 παρ.3 και 18,
που ορίζουν αντίστοιχα :
«Το παιδί εγγράφεται στο ληξιαρχείο αμέσως μετά τη γέννησή του και έχει από εκείνη τη στιγμή [της γέννησης] το δικαίωμα να γνωρίζει τους γονείς του και να ανατραφεί από αυτούς.»,
«Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σέβονται το δικαίωμα του παιδιού για διατήρηση της ταυτότητάς του, συμπεριλαμβανομένων και των οικογενειακών σχέσεών του.»
«Τα συμβαλλόμενα κράτη σέβονται το δικαίωμα του παιδιού που ζει χωριστά από τους δύο γονείς του ή από τον έναν από αυτούς να διατηρεί κανονικά προσωπικές σχέσεις και να έχει άμεση επαφή με τους δύο γονείς του, εκτός αν αυτό είναι αντίθετο με το συμφέρον του παιδιού» και «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξασφάλιση της αναγνώρισης της αρχής, σύμφωνα με την οποία και οι δύο γονείς είναι από κοινού υπεύθυνοι για την ανατροφή του παιδιού και την ανάπτυξή του».
Η διασφάλιση του δικαιώματος του παιδιού στην κατά το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή και των δύο γονέων του στην ανατροφή του, στη σειρά των άρθρων που μνημονεύθηκαν, αποδίδει ανάγλυφα την ιδιαίτερη σημασία που έχει η παρουσία και των δύο γονέων στη ζωή του παιδιού, προκειμένου να διασφαλιστεί η ισορροπημένη ανάπτυξή του.
ΙV) Όσον αφορά το συμφέρον του ανήλικου τέκνου.
Επιπρόσθετα, η ίδια Σύμβαση δεσμεύει τα Κράτη-μέλη, ώστε ‘σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού’ (άρθρο 3 παρ.1). Το άρθρο αυτό αποτελεί μία ερμηνευτική αρχή, η οποία εξετάζεται πάντοτε σε συνάρτηση με το εκάστοτε δικαίωμα της Σ Π (Van Bueren, G., The International Law on the Rights of the Child, The Hague, Martinus Nijhoff, 1998, σελ. 46). Εν προκειμένω, το δικαίωμα σε συνάρτηση με το οποίο η αρχή αυτή πρέπει να εξεταστεί είναι το δικαίωμα του παιδιού σε επικοινωνία μαζί με τον γονέα που δεν μένει μαζί του.
Εν όψει των πιο πάνω, είναι προφανές ότι η επικοινωνία και επαφή του παιδιού με τον εν λόγω γονέα στον χώρο του σχολείου δεν μπορεί να αποκλειστεί από τους υπεύθυνους της σχολικής μονάδας, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να απαγορευτεί η είσοδος του γονέα αυτού στον χώρο του σχολείου, αφού μια τέτοια θέση θα στηριζόταν σε μια εντελώς εσφαλμένη ερμηνεία όσον αφορά την ουσία του περιεχομένου της δικαστικής απόφασης, που είναι η διασφάλιση του δικαιώματος επικοινωνίας μεταξύ γονέα και τέκνου, και όχι ο αποκλεισμός του.
Βεβαίως, διαφορετική είναι η περίπτωση κατά την οποία η δικαστική απόφαση περί επικοινωνίας είτε αποκλείει το δικαίωμα επικοινωνίας είτε περιορίζει αυτό θέτοντας όρους και προϋποθέσεις για λόγους ρητά αναφερόμενους και αναγόμενους στο συμφέρον του τέκνου.
Σε μια τέτοια περίπτωση, το σχολείο δεσμευόμενο από τη διάταξη του άρ.95 παρ.5 εδ.α’ του Συντάγματος (βλ. πιο πάνω σελίδες 3-4) θα πρέπει να εξετάσει εάν υφίστανται οι όροι και οι προϋποθέσεις, που το δικαστήριο έχει θέσει.
Από τη Σοφία Ι. Αντωνοπούλου