Η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας
Σύμφωνα με την υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη και την Ευρωπαϊκή Οδηγία 76/207/ΕΟΚ, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να προστατεύει τον εργαζόμενο από κάθε πράξη που συνιστά διάκριση φύλου και ειδικά από την σεξουαλική παρενόχληση. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της προσωπικότητας, αξιοπρέπειας και ηθικής υπόστασης του εργαζομένου καθώς και να απέχει από κάθε πράξη ή παράλειψη που συνιστά προσβολή των ανωτέρω.
Σε περίπτωση, που δεν τηρούνται οι ανωτέρω υποχρεώσεις, ο εργαζόμενος, μπορεί να επικαλεστεί, καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ή ακόμη και καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη.
Όταν η σεξουαλική παρενόχληση προέρχεται από συνάδελφο, ο εργαζόμενος, κατά του οποίου αυτή στρέφεται, οφείλει να ενημερώσει αμέσως τον εργοδότη του. Τη στιγμή που θα ενημερωθεί ο εργοδότης για το συμβάν σεξουαλικής παρενόχλησης, είτε αυτό τελείται μεταξύ συναδέλφων, είτε από προϊστάμενο προς υφιστάμενο ή αντιστρόφως, έχει την υποχρέωση να καλέσει προς συζήτηση, είτε αυτόν που προκάλεσε την παρενόχληση, είτε και τα δύο μέρη. Αν η συζήτηση δεν έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, οφείλει να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, για την άρση των συνεπειών αυτής και να την εξασφάλιση της μη επανάληψής της στο μέλλον. Τέτοιες ενέργειες μπορεί να είναι η μετακίνηση του υπαλλήλου που προέβη στην παρενόχληση, ή ακόμα και η απόλυσή του, σε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο.
Νομολογιακό παράδειγμα αποτελεί η υπ’ αριθμόν 4937/2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία εξετάζει υπόθεση εργαζόμενης που δέχθηκε επίθεση από κλητήρα και ανέφερε το γεγονός στον διοικητικό διευθυντή. Ο εργοδότης παρέλειψε να λάβει μέτρα προστασίας της εργαζομένης από την σεξουαλική παρενόχληση που υπέστη στο χώρο εργασίας από υπάλληλό της και έδωσε εντολή να παραμείνει η εργαζόμενη στον χώρο εργασίας ενώ κινδύνευε από σεξουαλική παρενόχληση, με συνέπεια αυτό να αποτελεί παράβαση της υποχρέωσης του εργοδότη για την προστασία της προσωπικότητας της εργαζόμενης, η οποία και αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Η εν λόγω παραίτηση κρίθηκε αναγκαστική, ισοδυναμούσα με καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη και εφαρμόστηκε ο Ν.2112/1920 με επιδίκαση αποζημίωσης απόλυσης στην εργαζομένη.
Από τη Σοφία Ι. Αντωνοπούλου