α. Περί υιοθεσίας ανηλίκου
Το άρθρο 1542 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι η υιοθεσία επιτρέπεται όταν ο υιοθετούμενος είναι ανήλικος και πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του υιοθετούμενου. Ο υιοθετών πρέπει να έχει δικαιοπρακτική ικανότητα και να έχει συμπληρωμένα τα τριάντα του χρόνια, να μην είναι όμως μεγαλύτερος από 60 ετών. Στις βασικές, λοιπόν, προϋποθέσεις της υιοθεσίας εντάσσεται η δικαιοπρακτική ικανότητα του υιοθετούντος, καθώς και η προϋπόθεση της ηλικίας, ενώ η διαφορά ηλικίας υιοθετούντος και υιοθετούμενου πρέπει να ξεπερνά τα 18 έτη, αλλά να μην υπερβαίνει τα 50 έτη. Η υιοθεσία σε περίπτωση παντρεμένου ζευγαριού είναι επιτρεπτή εφόσον συναινεί ο σύζυγος του υιοθετούντος. Η θέσπιση ορίων ηλικίας εξασφαλίζει, προς το συμφέρον του υιοθετούμενου τέκνου, αφενός την ωριμότητα του θετού γονέα και αφετέρου την αποφυγή του ενδεχόμενου να συνάψει ερωτικές σχέσεις με το θετό παιδί του. Αξίζει να σημειωθεί ότι ως προς τον υιοθετούμενο, το ανώτατο όριο είναι το 18ο έτος της ηλικίας και ως κατώτατο όριο αυτό που ορίζει το άρθρο 1551 ΑΚ, δηλαδή δε μπορεί να υιοθετηθεί παιδί που δεν έχει συμπληρώσει τρεις μήνες από τη γέννησή του. Ερμηνευτικά αξίζει να επισημανθεί ότι η ανώτατη ηλικία των εξήντα ετών δεν θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί απλώς κατά την υποβολή της αίτησης και δεν εμποδίζει την έγκυρη τέλεση της υιοθεσίας αν η ηλικία αυτή συμπληρωθεί μετά από αυτό το χρόνο ενόψει και των τυχόν καθυστερήσεων στη διαδικασία.
β. Υποκατηγορίες Υιοθεσίας Ανηλίκου
Με κριτήριο τον τρόπο εξεύρεσης του υιοθετούμενου, η υιοθεσία ανηλίκων διακρίνεται σε κρατική, ιδιωτική και διακρατική.
Στην πρώτη περίπτωση οι υποψήφιοι γονείς υποβάλλουν αίτηση σε κάποιο από τα υφιστάμενα κρατικά ιδρύματα, όπως είναι το κέντρο βρεφών «Η Μητέρα», το δημοτικό βρεφοκομείο Θεσσαλονίκης «Άγιος Στυλιανός», η Παιδόπολη «Άγιος Ανδρέας» ή το Αναρρωτήριο Πεντέλης (πρώην ΠΙΚΠΑ), ξεκινά η επαφή των γονέων με το ίδρυμα και εφόσον επιτευχθεί συναίνεση των μερών, στη συνέχεια ακολουθείται η διαδικασία της έρευνας της κοινωνικής υπηρεσίας και της υποβολής αίτησης ενώπιον Δικαστηρίου.
Στην περίπτωση της ιδιωτικής υιοθεσίας, οι θετοί γονείς έχουν εξεύρει το υιοθετούμενο είτε μέσω τρίτου προσώπου-μεσάζοντος, είτε μέσω των ίδιων των βιολογικών γονέων οι οποίοι έχουν αποφασίσει να δώσουν το τέκνο τους προς υιοθεσία. Αφού τα μέρη συμφωνήσουν, στη συνέχεια διεξάγεται η κοινωνική έρευνα και η υποβολή της αίτησης στο Δικαστήριο. Σε τέτοιου είδους υποθέσεις δεν είναι λίγες οι φορές που το υιοθετούμενο διαμένει ήδη με τους θετούς γονείς κατά τη διεξαγωγή της κοινωνικής έρευνας, είναι δε προφανώς παράνομη η καταβολή χρημάτων σε μεσάζοντες και στους βιολογικούς γονείς.
Η διακρατική υιοθεσία έχει να κάνει με την εφαρμογή της ήδη κυρωμένης Σύμβασης της Χάγης από τη χώρα μας, με βάση την οποία ο υποψήφιος γονέας δύναται να καταθέσει αίτηση στην Περιφέρεια της χώρας του ζητώντας την υιοθεσία παιδιού από άλλη χώρα. Οι Περιφέρειες των δυο κρατών έρχονται σε συνεννόηση και ξεκινά η διαδικασία. Λόγω του γεγονότος ότι η κύρωση της Σύμβασης της Χάγης είναι πολύ πρόσφατη, τα συμβαλλόμενα κράτη δεν έχουν ακόμα επιτύχει να συντονιστούν αποτελεσματικά με αποτέλεσμα να μην έχει γίνει ακόμα ιδιαίτερη χρήση του εν λόγω τρόπου υιοθεσίας.
γ. Οι συναινέσεις
Από το συνδυασμό των άρθρων 1549, 1550, 1552 του ΑΚ και 800 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την υιοθεσία απαιτούνται επίσης οι συναινέσεις όλων των μερών, δηλαδή αφενός του υιοθετούντος και αφετέρου αυτών που εμφανίζονται από την πλευρά του ανήλικου παιδιού, δηλαδή των φυσικών γονέων του ή του επιτρόπου του. Οι συναινέσεις πρέπει να δηλώνονται στο δικαστήριο αυτοπροσώπως και χωρίς αίρεση ή προθεσμία.
Το άρθρο 1555 ΑΚ δίνει τη δυνατότητα στον ανήλικο που υιοθετείται, εφόσον έχει συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του, να συναινέσει αυτοπροσώπως στο δικαστήριο, εκτός αν βρίσκεται σε κατάσταση ψυχικής η διανοητικής διαταραχής που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του.
Ο νόμος προβλέπει τη δυνατότητα δικαστικής αναπλήρωσης της συναίνεσης των γονέων για υιοθεσία, όταν οι γονείς είναι άγνωστοι ή το παιδί είναι έκθετο, αν και οι δύο γονείς έχουν εκπέσει από την άσκηση της γονικής μέριμνας του τέκνου ή τελούν υπό στερητική δικαστική συμπαράσταση, αν οι γονείς έχουν άγνωστη διαμονή πριν ή μετά την παροχή της εξουσιοδότησης προς την κοινωνική υπηρεσία ή την αναγνωρισμένη κοινωνική οργάνωση να κινεί τη διαδικασία για μελλοντική υιοθεσία του τέκνου, αν το τέκνο προστατεύεται από κοινωνική οργάνωση και έχει αφαιρεθεί η επιμέλεια από αυτούς και αυτοί αρνούνται καταχρηστικά να παράσχουν τη συναίνεση στην υιοθεσία, και τέλος αν το προς υιοθεσία τέκνο έχει παραδοθεί σε οικογένεια για φροντίδα και ανατροφή με τη συναίνεση των φυσικών γονέων του για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους και οι φυσικοί γονείς μετά αρνούνται καταχρηστικά να συναινέσουν.
δ. Υιοθεσία ενηλίκου
Από τη διάταξη του άρθρου 1579 ΑΚ συνάγεται ότι η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται μόνο όταν ο υιοθετούμενος είναι συγγενής ως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί. Στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης εντάσσεται και η υιοθεσία τέκνου του/της συζύγου του υιοθετούντος, αφού μεταξύ του τελευταίου και του τέκνου υπάρχει συγγένεια εξ αγχιστείας πρώτου βαθμού. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1580, 1581, 1582 και 1542 επ. ΑΚ, συνάγεται ότι προσθέτως απαιτείται η συνδρομή των κάτωθι προϋποθέσεων για την τέλεση της υιοθεσίας ενηλίκου: α) ο θετός γονέας πρέπει να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του (άρθρο 1582 ΑΚ), β) ο θετός γονέας να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ χρόνια (άρθρο 1582 ΑΚ), γ) η υιοθεσία πρέπει να είναι προς το συμφέρον του ενηλίκου υιοθετουμένου (άρθρο 1542 εδ. β΄ σε συνδυασμό με 1580 ΑΚ). Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 1580 ΑΚ ορίζει ότι στην υιοθεσία ενηλίκου έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις που ισχύουν για την υιοθεσία ανηλίκου, εφόσον δεν υφίσταται αντίθετη ειδικότερη διάταξη για την υιοθεσία ενηλίκου. Αναλογικά δε, μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις για την υιοθεσία ανηλίκου σε αυτή του ενηλίκου στο μέτρο και στο βαθμό που συνάδουν με τη φύση και τον επιδιωκόμενο σκοπό της τελευταίας, ο οποίος συνίσταται στην ικανοποίηση της ανάγκης του υιοθετούντος για τη συνέχιση του ονόματος και της προσωπικότητας του, καθόσον υπάρχει ήδη μια οικογένεια.
Η υιοθεσία ενηλίκου διαφοροποιείται από αυτή του ανηλίκου, ως προς το ότι ο υιοθετούμενος είναι πλήρως δικαιοπρακτικά ικανός, καθότι έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του (άρθρο 127 ΑΚ), ως προς το ότι η γονική μέριμνα του φυσικού γονέα έχει παύσει στο σύνολο της για τους φυσικούς γονείς, από την ενηλικίωση του τέκνου (άρθρα 127, 1510, 1538 ΑΚ) και, τέλος, ως προς τα αποτελέσματά της, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1584 εδ. β’ ΑΚ, μετά την τέλεση της υιοθεσίας του ενηλίκου, παραμένει αμετάβλητος ο βιολογικός και ηθικός δεσμός μεταξύ του θετού τέκνου και του άλλου φυσικού γονέα του και των συγγενών του, ως προς το είδος, τη γραμμή και το βαθμό της συγγένειας. Ενόψει όλων αυτών, δεν είναι εφαρμοστέα στην υιοθεσία ενηλίκου η διάταξη του άρθρου 1550 παρ. 1 ΑΚ, που προβλέπει τη συναίνεση των φυσικών γονέων του υιοθετουμένου, ως προϋπόθεση για τη συντέλεση της υιοθεσίας ανηλίκου. Για τους ίδιους ως άνω λόγους πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1557 ΑΚ στην υιοθεσία ενηλίκου, που θέτει ως προϋπόθεση για την υιοθεσία ανηλίκου τη διεξαγωγή επισταμένης κοινωνικής έρευνας από κοινωνική υπηρεσία, καθότι ο ενήλικος υιοθετούμενος διαθέτει πνευματική και ψυχολογική ωριμότητα, προκειμένου να κρίνει το συμφέρον ή μη της τελούμενης υιοθεσίας.
ε. Απαιτούμενη Δικαστική Απόφαση
Για τη συντέλεση της υιοθεσίας απαιτείται η έκδοση δικαστικής απόφασης από το αρμόδιο κατά τόπον δικαστήριο, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερόμενου θετού γονέα, η οποία εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Αρμόδιο είναι το Πολυμελές Δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει τη διαμονή του εκείνος που υιοθετεί ή υιοθετείται.
Το Δικαστήριο σχηματίζει δικανική πεποίθηση συνεκτιμώντας, πέραν των προαναφερθεισών προυποθέσων και την εν γένει κατάσταση του υιοθετουμένου, καθώς και την προσωπικότητα, την υγεία, την οικογενειακή και την περιουσιακή κατάσταση των αιτούντων την υιοθεσία γονέων, αλλά και την αμοιβαία ικανότητα προσαρμογής τους στο νέο τους ρόλο ως γονέων.
στ. Η Κοινωνική Έρευνα
Απαραίτητη διαδικασία πριν τη συζήτηση της αίτησης για υιοθεσία και την έκδοση απόφασης επ’ αυτής, είναι η διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία. Η κοινωνική υπηρεσία ή η αρμόδια κοινωνική οργάνωση, κατόπιν σχετικού αιτήματος του υποψήφιου θετού γονέα, ο οποίος καταθέτει και μία σειρά δικαιολογητικών εγγράφων, αλλά και αυτεπάγγελτης αναζήτησης σειράς άλλων εγγράφων (όπως για παράδειγμα ποινικού μητρώου), διεξάγει επιστάμενη κοινωνική έρευνα για το περιβάλλον διαβίωσης των υποψήφιων θετών γονέων, του υιοθετούμενου παιδιού, αλλά και το περιβάλλον των φυσικών του γονέων αν υπάρχουν. Η κοινωνική υπηρεσία λαμβάνει υπόψη της πρωτίστως το συμφέρον του παιδιού και στην έρευνά της αυτό πρέπει να προάγει και να εξυπηρετεί.
Το πόρισμα της κοινωνικής έρευνας κατατίθεται στο δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει αυτό δικανική πεποίθηση. Το δικαστήριο απαγγέλλει την υιοθεσία εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου και αφού διαπιστώσει, συνεκτιμώντας την έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας, ότι, ενόψει της προσωπικότητας, της υγείας και της οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης του υιοθετούντος και του υιοθετούμενου, καθώς και της αμοιβαίας ικανότητάς τους προσαρμογής, η υιοθεσία συμφέρει τον υιοθετούμενο.
Με την κοινωνική έρευνα ερευνάται κάθε παράμετρος που μπορεί να έχει σημασία για την υιοθεσία. Ειδικότερα, το Δικαστήριο μπορεί να συνεκτιμήσει για τη διαμόρφωση της κρίσης του ότι η προκείμενη υιοθεσία επιβάλλεται από λόγους ηθικούς και κοινωνικούς, όταν έχει δημιουργηθεί μια εν τοις πράγμασι οικογενειακή σχέση μεταξύ των υιοθετούντων και του υιοθετουμένου. Θετικά λαμβάνονται υπόψη τα κίνητρα των αιτούντων όταν είναι ανιδιοτελή και παιδοκεντρικά και πηγάζουν από την ανάγκη τους να βιώσουν το γονεϊκό ρόλο και να προσφέρουν στο ανήλικο αγάπη και τα απαραίτητα εφόδια για τη ζωή, και ιδίως όταν η υγεία, το ήθος και η οικογενειακή τους κατάσταση εγγυώνται την ομαλή ανάπτυξη και αποκατάσταση του τέκνου. Τυχόν απομάκρυνση του ανηλίκου «από το ασφαλές οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον αποδοχής, αγάπης, στοργής και οικογενειακής θαλπωρής, στο οποίο έχει ήδη εισέλθει και εγκλιματιστεί, θα ήταν αντίθετη προς το συμφέρον του και θα αποτελούσε τροχοπέδη στην υγιή ψυχοσωμαχική του ανάπτυξη, το οποίο, σε κάθε περίπτωση αξιολογικής στάθμισης με οτιδήποτε άλλο, κρίνεται πάντοτε περισσότερο άξιο προστασίας, αφού είναι επιβεβλημένη η σταθερότητα και η συνέχεια στις συνθήκες ανάπτυξης αυτού, όπως και κάθε άλλου παιδιού.
ζ. Προσβολή Δικαστικής Απόφασης
Η υιοθεσία προσβάλλεται με την άσκηση των προβλεπόμενων ενδίκων μέσω ή βοηθημάτων κατά της απόφασης, εφόσον δεν συνέτρεξαν οι όροι του νόμου ή αν η συναίνεση ενός από τα πρόσωπα που έπρεπε να συναινέσουν ήταν άκυρη ή δόθηκε ως προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής, ή όταν το θετό τέκνο είναι θύμα αναγκαστικής εξαφάνισης ή ένας από τους γονείς του είναι θύμα του εγκλήματος αυτού.
η. Παραγωγή Εννόμων Αποτελεσμάτων
Τα αποτελέσματα της δικαστικής απόφασης για την υιοθεσία ξεκινούν από τότε που αυτή θα γίνει τελεσίδικη. Με την υιοθεσία διακόπτεται κάθε δεσμός του ανηλίκου με τη φυσική του οικογένεια, με εξαίρεση τις ρυθμίσεις περί κωλυμάτων γάμου, και ο ανήλικος εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα. Έναντι του θετού γονέα και των συγγενών του, ο υιοθετούμενος αποκτά όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του τέκνου γεννημένου σε γάμο. Το θετό τέκνο παίρνει το επώνυμο του θετού γονέα, έχει όμως δικαίωμα όταν ενηλικιωθεί να προσθέσει και το πριν την υιοθεσία επώνυμό του. Με την απόφαση για υιοθεσία, η γονική μέριμνα των φυσικών γονέων ή η επιτροπεία υπό την οποία τελούσε το τέκνο σταματά και αντικαθίσταται πλέον από την γονική μέριμνα των θετών γονέων. Οι βιολογικοί γονείς δεν έχουν ούτε δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί που υιοθετήθηκε.
θ. Λύση Υιοθεσίας
Ο νόμος προβλέπει και τη δυνατότητα λύσης της υιοθεσίας σε αυστηρά συγκεκριμένες περιπτώσεις. Καταρχήν, αυτοδίκαιη λύση της υιοθεσίας προβλέπεται αν τελέσουν γάμου ή συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης ο θετός γονέας με το θετό τέκνο. Ερμηνευτικά συνάγεται ότι αυτοδίκαιη λύση της υιοθεσίας επιφέρει και η μεταγενέστερη εκούσια ή δικαστική αναγνώριση της πατρότητας που ήταν γεννημένο εκτός γάμου από το θετό πατέρα του. Δυνατή είναι και η δικαστική λύση της υιοθεσίας, είτε σε περίπτωση έκπτωσης από τη γονική μέριμνα ή αφαίρεσης αυτής από το θετό γονέα, είτε αν συντρέχουν λόγοι αποκλήρωσης του θετού τέκνου (λόγω επιβουλής της ζωής του θετού γονέα ή κατιόντων του ή του συζύγου του, ή πρόκληση σωματικών βλαβών ή ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος κατά του θετού γονέα ή του συζύγου του). Δυνατή τέλος και η συναινετική λύση της υιοθεσίας, όταν αυτή έχει διαρκέσει τουλάχιστον ένα χρόνο και ο υιοθετούμενος έχει ενηλικιωθεί, οπότε πλέον μπορούν υιοθετούμενος και υιοθετών με κοινή αίτησή τους να ζητήσουν τη λύση της υιοθεσίας, η οποία εκδικάζεται σε δύο συνεδριάσεις που απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον 6 μήνες. Η γενική συνέπεια της λύσης της υιοθεσίας είναι η άρση της συγγένειας του θετού παιδιού με τον υιοθετούντα, τους κατιόντες και τους συγγενείς του και η αναβίωση της συγγένειάς του με τη φυσική οικογένεια. Μόνο στην περίπτωση της αυτοδίκαιης λύσης η αναβίωση αυτή επέρχεται αναδρομικά, δηλαδή είναι σαν να μην τελέστηκε ποτέ η υιοθεσία.
Από τη Σοφία Ι Αντωνοπούλου