Σύμβαση πώλησης και πραγματικά ελαττώματα
Στις δίκες στις οποίες το αντικείμενο είναι σύμβαση πώλησης πράγματος όταν αυτό είναι ελαττωματικό ή χωρίς τις συνομολογημένες ιδιότητες, δημιουργείται συχνά σύγχυση σχετικά με το ποια είναι τα προβλεπόμενα εκ του νόμου δικαιώματα του ζημιωθέντος αγοραστή.
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 537, 540 και 543 του Αστικού Κώδικα, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση του δικαίου της πώλησης δυνάμει του Ν. 3043/2002, προκύπτει ότι σε περίπτωση που κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή υφίσταται πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πωληθέντος αντικειμένου, ο αγοραστής δικαιούται να απαιτήσει διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν η ενέργεια είναι αδύνατη ή προκαλεί δυσανάλογες δαπάνες, να μειώσει το τίμημα ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες ελάττωμα. Σε περίπτωση, εξάλλου, που υφίσταται έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ή η τυχόν ελαττωματικότητα του πράγματος οφείλεται σε υπαιτιότητα του πωλητή, ο αγοραστής, μπορεί, σωρευτικά, με τα ανωτέρω να αιτήσει αποζημίωση που δεν καλύπτεται από την άσκηση τους. Εκ τούτων παρέπεται, ότι, υπό το ισχύον δίκαιο, σε περίπτωση παροχής πωληθέντος πράγματος ελαττωματικού ή χωρίς τις συνομολογημένες ιδιότητες, μετά τη μετάθεση κινδύνου στον αγοραστή (άρθρο 522 Α.Κ.), αποκλείεται η εφαρμογή των γενικών διατάξεων για τη μη ή (ή τη μη προσήκουσα) εκπλήρωση (άρθρα 335 επ., 362 επ., 374 επ., Α.Κ.). Τούτο διότι λείπει ακριβώς η βασική προϋπόθεση εφαρμογής τους, ήτοι η μη ή η μη προσήκουσα εκπλήρωση, καθόσον η παροχή ελαττωματικού πράγματος ή χωρίς τις συνομολογημένες ιδιότητες αποτελεί εκπλήρωση και ένεκα των ελαττωμάτων αυτού ή των ελλείψεων των συνομολογημένων ιδιοτήτων έχουν εφαρμογή πλέον οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 540 και 543 του Αστικού Κώδικα, μέσω των οποίων υλοποιείται η πρωτογενής εκ του άρθρου 534 Α.Κ. αξίωση εκπλήρωσης (ΑΠ 710/2017). Εξάλλου, η προβολή της εκ των άρθρων 374 και 375 Α.Κ. γνήσιας αναβλητικής ένστασης του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, δεν συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, αλλά την καταδίκη του εναγομένου υπό τον όρο της ταυτόχρονης εκ μέρους του αντιδίκου του εκπλήρωσης της βαρύνουσας αυτόν αντιπαροχής (ΑΠ 442/2018). Η ένσταση της μη προσήκουσας εκπλήρωσης της σύμβασης πώλησης, όταν το πωληθέν δεν ανταποκρίνεται στην καταρτισθείσα σύμβαση λόγω του ότι εμφανίζει πραγματικά ελαττώματα, προβάλλεται απαραδέκτως μετά τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή, καθώς η παροχή ελαττωματικού πράγματος ή χωρίς τις συνομολογημένες ιδιότητες αποτελεί εκπλήρωση, οπότε αποκλείεται η εφαρμογή των γενικών διατάξεων για τη μη εκπλήρωση ή τη μη προσήκουσα, εκ μέρους του πωλητή, εκπλήρωση της σύμβασης. Ο αγοραστής δικαιούται να ασκήσει τα δικαιώματα των διατάξεων των άρθρων 540 επ. του Α.Κ.
Από το πλέγμα των ανωτέρω αναφερόμενων διατάξεων, προκύπτει ότι, εάν η παροχή από σύμβαση πώλησης λάβει χώρα, ακόμα και στην περίπτωση που το πωληθέν είναι ελαττωματικό ή δεν φέρει τις συνομολογημένες ιδιότητες, η παροχή θεωρείται ότι έχει γίνει και δεν εγείρονται ζητήματα αφορούντα αυτήν προκειμένου να βρουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 522 επ. του Α.Κ. Όταν αντικείμενο της διαφοράς είναι η ελαττωματικότητα ή η έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων του πωληθέντος, και ο κίνδυνος έχει πλέον μεταφερθεί στον αγοραστή, εκείνος μπορεί να προβάλλει τα δικαιώματα των διατάξεων των άρθρων 540 επ. του Α.Κ. προκειμένου να αξιώσει την καταβολή αποζημίωσης από μέρους του πωλητή.
Από τη Σοφία Ι Αντωνοπούλου
Πηγή: 215/2019 Εφετείου Αθηνών