Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
Η υποχρέωση διατροφής έχει αντικείμενο την καταβολή παροχών, καταρχάς χρηματικών, με τις οποίες καλύπτονται οι βιοτικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά περιλαμβάνει το σύνολο των αναγκών του ατόμου είτε αυτές ανάγονται στη φυσική συντήρηση, είτε στη μόρφωση ή ψυχαγωγία του. Η αξίωση διατροφής είναι ακατάσχετη, ανεκχώρητη, δεν υπόκειται σε συμψηφισμό, ενώ παραίτηση για το μέλλον από την αξίωση διατροφής δεν είναι δυνατή.
Η υποχρέωση διατροφής μετά το διαζύγιο ρυθμίζεται στα άρθρα 1442 – 1444 Α.Κ., που αποτελούν ενδοτικό δίκαιο, υπό την έννοια ότι τα σχετικά ζητήματα μπορούν να οριοθετηθούν μεταξύ των δύο πρώην συζύγων συμβατικά (είτε πριν, είτε μετά το γάμο). Επιτρέπεται ειδικότερα να συμφωνηθεί ότι οφείλεται διατροφή, ακόμη και αν δε συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 1442 Α. Κ. προϋποθέσεις, υπό τις οποίες μπορεί να αξιωθεί μεταγαμιαία διατροφή και χωρίς τους χρονικούς περιορισμούς που τίθενται στο άρθρο αυτό.
- Προϋποθέσεις της υποχρέωσης διατροφής μετά το διαζύγιο
Οι προϋποθέσεις για τη γένεση της υποχρέωσης διατροφής μετά το διαζύγιο κατά το άρθρο 1442 ΑΚ, συνίστανται, καταρχάς, στην αδυναμία του ενός από τους πρώην συζύγους να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματά του ή από την περιουσία του, εφόσον κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται παρακάτω βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν του επιτρέπει να εργαστεί ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει απ` αυτό τη διατροφή του, αν έχει την επιμέλεια ανήλικου τέκνου και γι` αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, αν δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, και στις δύο όμως περιπτώσεις για ένα διάστημα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου, και τέλος σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση του διαζυγίου επιβάλλεται από λόγους επιείκειας.
Α. 1) Γενικές προϋποθέσεις
Γενική προϋπόθεση, λοιπόν, για τη γένεση της αξίωσης διατροφής του συζύγου είναι η απορία αυτού και η ευπορία του υπόχρεου, ενώ επιπλέον πρέπει να συντρέχει μία από τις ειδικότερες προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1442 Α.Κ.
Ως απορία νοείται η αδυναμία του δικαιούχου διατροφής να καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες με τις δικές του οικονομικές δυνάμεις. Δεν απαιτείται να βρίσκεται σε απόλυτη ένδεια, καθώς η οικογενειακή αλληλεγγύη επιβάλλει την οικονομική συνδρομή σε συγγενείς, οι οποίοι αδυνατούν να καλύψουν τις βιοτικές τους ανάγκες. Κατά συνέπεια, η απορία συναρτάται με τις βιοτικές ανάγκες και τις οικονομικές δυνάμεις του δικαιούχου. Οι βιοτικές ανάγκες συνδέονται με τις συνθήκες ζωής εκάστου ατόμου, με την ηλικία, το φύλο, το επάγγελμα, τα πνευματικά του ενδιαφέροντα, το κοινωνικό περιβάλλον και την κοινωνική θέση. Οι οικονομικές δυνάμεις του ατόμου συνδέονται με τα εισοδήματα του από την περιουσία ή την επαγγελματική του δραστηριότητα, αλλά και με το κεφάλαιο απρόσοδης περιουσίας (ανεκμετάλλευτη περιουσία, τιμαλφή κλπ). Για να υπάρχει αξίωση διατροφής πρέπει να εξαντληθούν όλοι οι διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι, ακόμη και αυτοί που προέρχονται από τυχόν απρόσοδη περιουσία. Αν είναι οικονομικά ασύμφορη ή όχι η ρευστοποίηση της περιουσίας, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι πόροι κρίνεται κάθε φορά από τις εκάστοτε περιστάσεις. Αν κριθεί οικονομικά ασύμφορη η ρευστοποίηση της περιουσίας και ο δικαιούχος δεν εργάζεται ή δεν έχει άλλα εισοδήματα δεν θα απωλέσει το δικαίωμα διατροφής. Επιπλέον, δε δύναται να αξιωθεί η εκποίηση ή ανάλωση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου αν η διατήρηση του επιβάλλεται από λόγους πρόνοιας προς εξασφάλιση του πρώην συζύγου στο μέλλον για την αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης.
Για να κριθεί αν υπάρχει απορία του δικαιούχου και ευπορία του υπόχρεου, πρέπει να εξαντληθούν προηγουμένως όλες οι οικονομικές δυνατότητες που τους παρέχουν τα εισοδήματα τους και το κεφάλαιο της περιουσίας τους και αν ακόμη η τελευταία αποτελείται από μη προσοδοφόρα στοιχεία. Απορία του δικαιούχου δεν υπάρχει όταν αυτός έχει είτε εισοδήματα, είτε περιουσία, κινητή ή ακίνητη, έστω και απρόσοδη, από τη ρευστοποίηση της οποίας μπορεί να καλύψει τις διατροφικές του ανάγκες κατά το κρίσιμο διάστημα της αγωγής, εκτός αν η περιουσία του δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί ή αυτό είναι οικονομικώς ασύμφορο ή το προϊόν ρευστοποιήσεως δεν επαρκεί για την κάλυψη των άλλων βιοτικών του αναγκών.
Προσωρινά άπορος θεωρείται ο δικαιούχος διατροφής, όταν το μοναδικό του περιουσιακό στοιχείο είναι αξιώσεις για όσο διάστημα δεν έχουν αυτές ικανοποιηθεί, με την παράλληλη υποχρέωσή του να επιστρέψει τα ποσά διατροφής που έλαβε μετά την είσπραξη των απαιτήσεών του. Το ίδιο συμβαίνει και σε περίπτωση υφιστάμενης αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του γάμου (άρθ. 1400 Α.Κ.). Η κάλυψη μέρους της διατροφής του από τον δικαιούχο δημιουργεί για το υπόλοιπο μέρος αυτής αξίωση συμπλήρωσης κατά του υπόχρεου διατροφής πρώην συζύγου.
Από την πλευρά του υπόχρεου διατροφής θα πρέπει αυτός να έχει ευπορία, δηλαδή να μπορεί να παράσχει στον δικαιούχο τη διατροφή, χωρίς να κινδυνεύσει η δική του διατροφή. Μοναδική εξαίρεση στην περίπτωση αυτή υπάρχει στην υποχρέωση των παιδιών να διατρέφουν τα ανήλικα τέκνα τους. Οι βιοτικές ανάγκες του υπόχρεου συνδέονται, όπως και για το δικαιούχο, με τις συνθήκες ζωής του, ενώ οι οικονομικές του δυνάμεις συνδέονται με τα εισοδήματά του, αλλά και με το κεφάλαιο τυχόν απρόσοδης περιουσίας. Παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη είναι η μη διακινδύνευση της διατροφής εκ μέρους του υποχρέου.
Α.2) Ειδικές προϋποθέσεις
Πέραν της γενικής προϋπόθεσης, δηλαδή της “απορίας” του δικαιούχου και “ευπορίας” του υποχρέου διατροφής πρώην συζύγου με την έννοια που αναφέραμε, ο νόμος απαιτεί και τουλάχιστον μία από τις ειδικές προϋποθέσεις για να γεννηθεί αξίωση διατροφής στο πρόσωπο του δικαιούχου.
Ειδικές προϋποθέσεις για τη γένεση της αξίωσης διατροφής κατά του άλλου συζύγου συντρέχουν, αν κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις επόμενες περιπτώσεις βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν επιτρέπει να εργαστεί ή να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει απ` αυτό τη διατροφή του.
Οι έννοιες ‘’κατάσταση υγείας’’, ‘’ηλικία’’ και ‘’κατάλληλο επάγγελμα’’ δεν καθορίζονται από το νόμο, αλλά εξειδικεύονται από το δικαστήριο. Στην έννοια της κατάστασης της υγείας νοείται η κακή σωματική και ψυχική κατάσταση (μόνιμη ή παροδική) που εμποδίζει
τον πρώην σύζυγο να εργαστεί μερικά ή ολικά. Για την οριοθέτηση της έννοιας του κατάλληλου επαγγέλματος θα πρέπει να ληφθούν υπόψη διάφοροι παράγοντες, όπως η επαγγελματική εκπαίδευση, η ηλικία, η υγεία και σε ορισμένες περιπτώσεις η διάρκεια του γάμου και οι συνθήκες της έγγαμης συμβίωσης.
Η χρονική στιγμή που θα πρέπει να συντρέχει αυτή η ειδική προϋπόθεση (ηλικία ή ιδιαίτερη κατάσταση υγείας) για τη γέννηση της αξίωσης διατροφής είναι, είτε όταν γίνεται αμετάκλητη η απόφαση διαζυγίου, είτε στο τέλος του χρόνου άσκησης της επιμέλειας παιδιού ή στο τέλος χρονικής προθεσμίας τριών ετών από τότε που η απόφαση του διαζυγίου καθίσταται αμετάκλητη.
Περαιτέρω, ειδική προϋπόθεση για τη γένεση της αξίωσης διατροφής αποτελεί όταν ο δικαιούχος έχει την επιμέλεια ανήλικου τέκνου και γι` αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος. Σε αυτή την περίπτωση λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, όπως ο αριθμός των παιδιών, η ηλικία τους, τυχόν ιδιαίτερες ανάγκες σε σχέση με την ψυχική ή σωματική κατάσταση των παιδιών, κ.λ.π.. Άλλη ειδική προϋπόθεση που λαμβάνεται υπόψη είναι όταν ο δικαιούχος διατροφής δεν βρίσκει σταθερή και κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, και στις δύο όμως περιπτώσεις για ένα διάστημα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου. Η περίπτωση αυτή αναφέρεται στη περίπτωση αδυναμίας εξεύρεσης σταθερής και κατάλληλης εργασίας και στην ανάγκη επαγγελματικής εκπαίδευσης του δικαιούχου διατροφής για διάστημα τριών ετών από την αμετάκλητη λύση του γάμου. Η αξίωση μπορεί να ασκηθεί εντός της τριετίας από τη λύση του γάμου και δεν μπορεί να υπερβεί το διάστημα αυτό.
Τέλος, προβλέπεται δυνατότητα γένεσης της αξίωσης διατροφής σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση του διαζυγίου επιβάλλεται από λόγους επιείκειας. Με την τελευταία αυτή διάταξη έγινε προσπάθεια από το νομοθέτη να καλυφθούν ιδιαίτερα σπάνιες και δυσχερείς περιστάσεις που δεν μπορούν να υπαχθούν στη προηγούμενες περιπτώσεις. Οι λόγοι της επιείκειας θα πρέπει κατά κανόνα να υφίστανται κατά την έκδοση του διαζυγίου, και απώτερος σκοπός είναι, κυρίως για λόγους επιείκειας και οικογενειακής αλληλεγγύης να παρασχεθεί συνδρομή στον οικονομικά αδύναμο σύζυγο, ώστε να μπορέσει να καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες.
Β) Όροι και τρόπος καταβολής διατροφής μετά το διαζύγιο
Το άρθρο 1443 Α.Κ. ορίζει τους όρους και τον τρόπο καταβολής διατροφής μετά το διαζύγιο, προβλέποντας αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1487 ΑΚ (ένσταση διακινδύνευσης ιδίας διατροφής), 1493 ΑΚ (μέτρο και περιεχόμενο διατροφής – ανάλογη διατροφή), 1494 ΑΚ (μεταβολή των όρων διατροφής) και 1498 ΑΚ (διατροφή για το παρελθόν μόνο από την υπερημερία) για το δικαίωμα διατροφής μετά το διαζύγιο. Επίσης προβλέπεται στο ίδιο άρθρο η υποχρέωση προκαταβολής της διατροφής σε χρήμα κάθε μήνα ή εφάπαξ, εφόσον συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι και έχουν συμφωνήσει σε αυτό οι πρώην σύζυγοι εγγράφως, ή με απόφαση του δικαστηρίου.
Το μέτρο της διατροφής του δικαιούχου πρώην συζύγου, δηλαδή ο βαθμός στον οποίο θα ικανοποιηθούν οι ανάγκες του, εξαρτάται από τις συνθήκες της ζωής του, όπως διαμορφώθηκαν μετά το διαζύγιο, χωρίς να αγνοούνται και οι συνθήκες που υπήρχαν όσο διαρκούσε η έγγαμη συμβίωση. Γίνεται δηλαδή δεκτό ότι η διατροφή που δικαιούται ο δικαιούχος πρέπει να εξασφαλίσει ένα επίπεδο ζωής που δεν πρέπει να παρουσιάζει μεγάλη διαφορά από το επίπεδο ζωής του κατά την έγγαμη συμβίωσή του με τον υπόχρεο.
Το άρθρο 1444 Α.Κ. ορίζει τις περιπτώσεις αποκλεισμού ή περιορισμού της διατροφής, όταν αυτό επιβάλλεται από σπουδαίους λόγους, κυρίως όταν ο γάμος είχε μικρή χρονική διάρκεια ή αν ο δικαιούχος είναι υπαίτιος του διαζυγίου του ή προκάλεσε εκούσια την απορία του. Οι περιπτώσεις αυτές που ορίζονται στο νόμο είναι ενδεικτικές και μόνο.
Σε σχέση με τη μικρή χρονική διάρκεια του γάμου, αυτή οριοθετείται και προσδιορίζεται από το δικαστήριο, εκτιμώντας τις ειδικότερες συνθήκες αλλά και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις. Σχετικά με την υπαιτιότητα του δικαιούχου, γίνεται δεκτό ότι θα πρέπει να υπάρχει υπαίτιος κλονισμός του γάμου, που θα μπορούσε να δώσει το δικαίωμα στον άλλο σύζυγο να ζητήσει διαζύγιο. Εδώ θα μπορούσαν να περιληφθούν οι μεγάλης βαρύτητας και υπαιτιότητας πράξεις του δικαιούχου διατροφής μετά το χωρισμό. Σχετικά με την εκούσια πρόκληση απορίας του δικαιούχου, υφίσταται όταν αυτός ηθελημένα προκαλεί με ενέργειές του την απορία του (π. χ. εγκατάλειψη εργασίας, δωρεά ή μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων κ.λ.π.)
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 1444 Α.Κ. ορίζεται ότι το δικαίωμα διατροφής παύει, αν ο δικαιούχος ξαναπαντρευτεί, ή αν συζεί μόνιμα με κάποιον άλλο σε ελεύθερη ένωση. Το δικαίωμα διατροφής δεν παύει με το θάνατο του υποχρέου, παύει όμως με το θάνατο του δικαιούχου, εκτός αν αφορά παρελθόντα χρόνο ή δόσεις απαιτητές κατά το χρόνο του θανάτου. Από το άρθρο αυτό προκύπτει η παύση καταβολής της διατροφής μετά το διαζύγιο, σε περίπτωση τέλεσης νέου γάμου του δικαιούχου ή μόνιμης συμβίωσης σε ελεύθερη ένωση, δηλαδή υπό καθεστώς ελεύθερης-εξώγαμης συμβίωσης. Επίσης το δικαίωμα διατροφής παύει με το θάνατο του δικαιούχου με εξαίρεση τη διατροφή που αφορά το παρελθόν ή δόσεις απαιτητές κατά το χρόνο του θανάτου του δικαιούχου.
Συμπερασματικά, δηλαδή, η αξίωση διατροφής μετά το διαζύγιο παρέχεται μόνον όταν η διατροφή δικαιολογείται από λόγους επιείκειας και οικογενειακής αλληλεγγύης, ώστε ο πρώην σύζυγος να μη μένει αβοήθητος, όταν δεν μπορεί με τα εισοδήματα, την περιουσία του ή το επάγγελμα που μπορεί να ασκήσει, να καλύψει ολικώς ή μερικώς τις ανάγκες διατροφής του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του που διαμορφώθηκαν μετά το διαζύγιο. Η διατροφή μετά το διαζύγιο δικαιολογείται μόνο σε οριακές περιπτώσεις που πρέπει να βοηθηθεί ο οικονομικά αδύναμος σύζυγος μετά το διαζύγιο, προκειμένου να ορθοποδήσει οικονομικά στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις, ώστε να μπορέσει να καλύψει στον βαθμό και το διάστημα που χρειάζεται τις ανάγκες του.
Από τη Σοφία Ι. Αντωνοπούλου