Ι. ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
- Ειδική εκκαθάριση (άρ. 106ια ΠτωχΚ)
- Έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης (άρ. 68 – 77 Ν. 4307/2014)
- Άµεση επικύρωση συµφωνίας εξυγίανσης (άρ. 106β ΠτωχΚ)
- Έκτακτη διαδικασία ρύθμισης (άρ. 62 – 67 Ν. 4307/2014)
- ∆ιαδικασία εξυγίανσης (µε διπλή δικαστική παρέµβαση: άνοιγµα διαδικασίας, επικύρωση συµφωνίας) – άρ. 99 επ. ΠτωχΚ, όπως τροποποιήθηκαν µε το Ν. 4013/2011 & το Ν. 4072/2012
- Ειδική εκκαθάριση (άρ. 106ια ΠτωχΚ)
Με τα άρθρα 99-106ι επιχειρείται η εξυγίανση επιχειρήσεων µέσω της επίτευξης συµφωνίας µεταξύ του οφειλέτη και της πλειοψηφίας των πιστωτών. Η συναινετική αυτή εξυγίανση είναι προτιµητέα, επειδή έχει κατά κανόνα µεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Ωστόσο σε ορισµένες περιπτώσεις είναι ενδεχόµενο να µη µπορεί να επιτευχθεί συµφωνία, όµως η επιχείρηση να µπορεί να διασωθεί ως λειτουργικό σύνολο. Στις περιπτώσεις αυτές το γενικό συµφέρον επιβάλει τη διάσωση της επιχείρησης µε τη γρήγορη πώληση του ενεργητικού της σε ενδιαφερόµενους επενδυτές προς όφελος, τόσο της εθνικής οικονοµίας (αφού διασώζονται έτσι παραγωγικές µονάδες), όσο και της κοινωνίας µε τη διατήρηση θέσεων εργασίας. Άλλωστε, η ταχεία πώληση του ενεργητικού που αποτρέπει την απαξίωση της επιχείρησης είναι κατά κανόνα και προς το συµφέρον των πιστωτών. Για τον σκοπό αυτόν µε το άρθρο 106ια επανέρχεται ο θεσµός της ειδικής εκκαθάρισης. Η προσφυγή στην ειδική εκκαθάριση πρέπει να
γίνεται µόνο όταν η επίτευξη συµφωνίας εξυγίανσης δεν είναι δυνατή. Για τον λόγο αυτό, όσο εκκρεµεί διαδικασία εξυγίανσης κατά τα άρθρα 99 επ. αναστέλλεται η συζήτηση αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης. Παρά τη σε γενικές γραµµές θετική λειτουργία του θεσµού της ειδικής εκκαθάρισης υπό το καθεστώς των άρθρων 46-46β ν. 1892/1990, στο παρελθόν είχε παρατηρηθεί το φαινόµενο η ειδική εκκαθάριση σε ορισµένες περιπτώσεις να µη χρησιµοποιείται για µια γνήσια προσπάθεια διάσωσης της επιχείρησης, αλλά για να επέλθει παρέλκυση της πτώχευσης. Για την αποφυγή του κινδύνου αυτού η προτεινόµενη διάταξη εισάγει µια σειρά από ασφαλιστικές δικλείδες. Οι κυριότερες από αυτές είναι οι ακόλουθες: α) Τίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης η βεβαίωση της ύπαρξης αξιόχρεου επενδυτή ενδιαφερόµενου για την αγορά του ενεργητικού της επιχείρησης. Με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται ότι η διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης θα εφαρµόζεται µόνο όταν οι πιθανότητες επιτυχίας της είναι αυξηµένες, λόγω της ύπαρξης ενός τουλάχιστον ενδιαφεροµένου. β) Επίσης ως προϋπόθεση του παραδεκτού τίθεται η βεβαίωση της διαθεσιµότητας των απαιτούµενων για την ειδική εκκαθάριση κεφαλαίων. γ) Τέλος, η αναστολή των ατοµικών διώξεων δεν αποτελεί, όπως στο παρελθόν, αυτοδίκαιη συνέπεια της υποβολής της σχετικής αίτησης, αλλά µπορεί να χορηγηθεί µόνο κατόπιν σχετικής δικαστικής κρίσης.
- Έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης (άρ. 68 – 77 Ν. 4307/2014)
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του Πτωχευτικού Κώδικα, το οποίο έχει την έδρα του στην Ελλάδα και βρίσκεται σε γενική και μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων, δύναται να υπάγεται στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση κεφαλαιουχικών εταιριών, αυτές μπορούν να υπάγονται στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης του παρόντος άρθρου και εφόσον συντρέχει ως προς αυτές για δύο συνεχόμενες χρήσεις λόγος λύσης κατά το άρθρο 48 παρ. 1 του κ.ν. 2190/1920 (αναλογικά εφαρμοζομένου στις λοιπές μορφές κεφαλαιουχικών εταιριών).
Η αίτηση υποβάλλεται από πιστωτή ή πιστωτές του οφειλέτη, στους οποίους περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένας χρηματοδοτικός φορέας, οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον το 40% του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος του οφειλέτη.
Για το παραδεκτό της αίτησης απαιτείται η ταυτόχρονη κατάθεση δήλωσης του προτεινομένου ως ειδικού διαχειριστή (φυσικού ή νομικού προσώπου) περί αποδοχής του σχετικού έργου.
Ως ειδικός διαχειριστής ορίζεται νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο, όπως ορίζονται στο ν. 3693/2008 (Α’ 174) ή δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις ή δικηγορική εταιρία στην οποία συμμετέχει δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις ή πτυχιούχος ανωτάτης σχολής που είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) και κάτοχος άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α’ τάξεως του ν. 2515/1997 (Α’ 154). Ειδικός διαχειριστής μπορεί να ορισθεί και σύμπραξη προσώπων εφόσον συμμετέχει σε αυτή νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο ή δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις ή δικηγορική εταιρία στην οποία συμμετέχει δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις ή πτυχιούχος ανωτάτης σχολής, που είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) και κάτοχος άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α’ τάξεως του ν. 2515/1997.
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την έδρα του, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.
Για τη συζήτηση της αίτησης ορίζεται δικάσιμος εντός διμήνου από την υποβολή της. Κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της απόφασης του άρθρου 71 μπορούν να διατάζονται από τον πρόεδρο του αρμόδιου δικαστηρίου τα μέτρα του άρθρου 10 του Πτωχευτικού Κώδικα κατ’ αναλογική του εφαρμογή. Η αναστολή επάγεται αυτοδικαίως την αναστολή για τις ίδιες απαιτήσεις και έναντι των λοιπών συνοφειλετών, καθώς και την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη και τυχόν συνοφειλετών του.
Η αίτηση μαζί με την πράξη ορισμού δικασίμου κοινοποιείται στην επιχείρηση και περίληψη αυτής δημοσιεύεται στο Γ.Ε.ΜΗ. δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν τη δικάσιμο. Κύριες παρεμβάσεις κατατίθενται υποχρεωτικά και με ποινή απαραδέκτου το αργότερο τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν από τη δικάσιμο, και συνεκδικάζονται, υποχρεωτικώς, όπως και οι τυχόν πρόσθετες παρεμβάσεις, με την αίτηση. Οι κυρίως παρεμβαίνοντες φέρουν το βάρος απόδειξης ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 68.
Η υποβολή της αίτησης αναστέλλει τυχόν εκκρεμείς αιτήσεις υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 100 του Πτωχευτικού Κώδικα ή εκκρεμείς αιτήσεις ειδικής εκκαθάρισης ή κήρυξης πτώχευσης, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των παραγράφων 6 και 8 του άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα.
Το δικαστήριο αποδεχόμενο την αίτηση διορίζει με την απόφαση του τον προτεινόμενο στην αίτηση ειδικό διαχειριστή, εκτός εάν υπάρχει πέραν της μιας αίτηση ή κύρια παρέμβαση με το αυτό αίτημα (θέση σε ειδική διαχείριση) και διαφορετική πρόταση ως προς τον ειδικό διαχειριστή, οπότε διορίζει τον κατά την κρίση του καταλληλότερο μεταξύ των προταθέντων. Η απόφαση επί της αιτήσεως εκδίδεται εντός μηνός από τη συζήτηση. Η απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει την αίτηση δημοσιεύεται αμελλητί σε περίληψη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) με επιμέλεια του οφειλέτη ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον.
Η αποδοχή της αίτησης συνεπάγεται την αυτοδίκαιη αναστολή όλων των ατομικών διώξεων κατά της επιχείρησης καθ’ όλη τη διάρκεια της ειδικής διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων διοικητικής εκτέλεσης από το Δημόσιο και τους ΦΚΑ, καθώς και των μέτρων διασφάλισης της οφειλής κατά τις διατάξεις του άρθρου 46 του ν. 4174/2013.
Μετά τη δημοσίευση της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου η εξουσία των καταστατικών οργάνων διοίκησης και διαχείρισης της επιχείρησης
περιέρχεται στο σύνολο της στον διοριζόμενο ειδικό διαχειριστή. Ο ειδικός διαχειριστής αναλαμβάνει την εκπροσώπηση της εταιρίας έναντι τρίτων και τη διεκπεραίωση των καθημερινών της συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένης και της σύνταξης οικονομικών καταστάσεων και της υποβολής φορολογικών δηλώσεων, ενώ αναστέλλεται για τη διάρκεια της ειδικής διαχείρισης η υποχρέωση έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων από τη γενική συνέλευση των μετόχων.
Η θέση της επιχείρησης σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης δεν συνιστά σπουδαίο λόγο για την καταγγελία εκκρεμών συμβάσεων, ούτε αποτελεί λόγο ανάκλησης διοικητικών αδειών.
Το συντομότερο δυνατόν από την εγκατάσταση του, ο ειδικός διαχειριστής διενεργεί δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό για την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της υπό ειδική διαχείριση επιχείρησης ή επί μέρους λειτουργικών συνόλων της επιχείρησης (κλάδων) ή περιουσιακών της στοιχείων εφόσον αυτά δεν αποτελούν κλάδους.
Για την εκποίηση του ενεργητικού, ως σύνολο ή ως μέρη, κατά περίπτωση, ο ειδικός διαχειριστής, δημοσιεύει με ολοσέλιδη καταχώρηση σε δύο καθημερινής πανελλήνιας κυκλοφορίας εφημερίδες, στο Γ.Ε.ΜΗ. και στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Νομικών) και αναρτά επίσης στον τυχόν ιστότοπο της επιχείρησης στο διαδίκτυο και στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης πρόσκληση διενέργειας ενός ή περισσοτέρων, κατά περίπτωση, δημόσιων πλειοδοτικών διαγωνισμών.
Στην πρόσκληση ορίζεται ημερομηνία για την ενώπιον του ειδικού διαχειριστή στα γραφεία της επιχείρησης ή κατά την κρίση του στο κατάστημα του αρμόδιου δικαστηρίου υποβολή δεσμευτικών προσφορών, απαλλαγμένων από οποιαδήποτε αίρεση ή επιφύλαξη και συνοδευόμενων από εγγυητική επιστολή για το ισόποσο του προσφερομένου τιμήματος. Η ημερομηνία του προηγούμενου εδαφίου απέχει είκοσι (20) τουλάχιστον και το πολύ σαράντα (40) εργάσιμες ημέρες από τη δημοσίευση της πρόσκλησης. Στην πρόσκληση καθορίζονται και οι λοιποί όροι του σχετικού πλειοδοτικού διαγωνισμού, μεταξύ των οποίων περιέχεται η δέσμευση ότι με την υπογραφή της σύμβασης μεταβίβασης θα καταβάλλεται τοις μετρητοίς το σύνολο του τιμήματος, ενώ περιλαμβάνεται και το κείμενο της σύμβασης μεταβίβασης για τη σκοπούμενη δικαιοπραξία.
Σε περίπτωση που ο διαγωνισμός αφορά το σύνολο του ενεργητικού της επιχείρησης και δεν κατατέθηκε καμία προσφορά ή δεν κατατέθηκε καμία προσφορά για οποιοδήποτε από τα λειτουργικά σύνολα, η διαδικασία θεωρείται ότι έχει λήξει και ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης σε βάρος του οφειλέτη.
Σε περίπτωση που δεν κατατέθηκε προσφορά για ορισμένα μόνο από τα λειτουργικά σύνολα, ο ειδικός διαχειριστής δεν διενεργεί νέο διαγωνισμό ως προς αυτά αλλά περιορίζεται στη διάθεση αυτών για τα οποία ελήφθησαν προσφορές εφαρμόζοντας αναλογικά την παραπάνω διαδικασία.
Με τη δημοσίευση της τυχόν θετικής απόφασης ο ειδικός διαχειριστής απευθύνει εγγράφως προς τον αγοραστή ή τους αγοραστές σχετική πρόσκληση του για υπογραφή εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών της σύμβασης μεταβίβασης που περιλήφθηκε στην πρόσκληση. Η παραπάνω σύμβαση επέχει θέση τελεσίδικης κατακύρωσης του 1003 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Εφόσον το τίμημα καταβληθεί εμπροθέσμως, ο ειδικός διαχειριστής συντάσσει αμελλητί πράξη εξόφλησης. Η πράξη αυτή προσαρτάται στη Σύμβαση Μεταβίβασης, επέχει θέση περίληψης έκθεσης κατακύρωσης του άρθρου 1005 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εφαρμοζομένων ως προς αυτήν αναλόγως όσων ισχύουν επί της τελευταίας και έχει, στην περίπτωση μεταβίβασης ακινήτων, ως άμεση έννομη συνέπεια, μετά τη μεταγραφή της και το σχετικό αίτημα προς τον υποθηκοφύλακα ή το κτηματολογικό γραφείο κατά τα οριζόμενα για την πράξη μεταγραφής ακινήτων, την εξάλειψη και διαγραφή των υπέρ τρίτων βαρών.
Στη μεταβίβαση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή και λειτουργικών συνόλων αυτής, στο πλαίσιο της ειδικής διαχείρισης, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 479 Α. Κ..
Ως προς την παραπάνω σύμβαση μεταβίβασης, τις εκκρεμείς συμβάσεις της επιχείρησης και τις διοικητικές άδειες ισχύουν τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 106Θ του Πτωχευτικού Κώδικα.
Οι πράξεις για την πραγματοποίηση της μεταβίβασης απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος ή δικαίωμα Δημοσίου ή τρίτων, καθώς και τελών χαρτοσήμου, εξαιρουμένου του ΦΠΑ.
Σε περίπτωση που δεν ολοκληρωθεί η όλη διαδικασία μεταβίβασης τουλάχιστον του 90% του συνόλου του ενεργητικού της εταιρίας (ως λογιστική αξία) εντός της προθεσμίας του άρθρου 69 παρ. 3 τότε η διαδικασία θεωρείται ότι έχει λήξει και ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης της επιχείρησης. Σε περίπτωση που εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης προχωρά η εξέταση της. Κατ’ εξαίρεση, εάν εντός της ανωτέρω προθεσμίας εκκρεμεί πλειοδοτική διαδικασία και υποβολή αίτησης προς το δικαστήριο για αποδοχή προσφοράς με την οποία να επιτυγχάνεται (λαμβανομένων υπόψη και τυχόν προηγουμένων διαθέσεων) η διάθεση τουλάχιστον του 90% του συνόλου του ενεργητικού της εταιρίας (ως λογιστική αξία και ανεξαρτήτως τρόπου διάθεσης), τότε η ειδική διαχείριση παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι την έκδοση των σχετικών αποφάσεων από το αρμόδιο δικαστήριο και την ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης των σχετικών στοιχείων.
Εφόσον ολοκληρωθεί επιτυχώς από τον ειδικό διαχειριστή η μεταβίβαση τουλάχιστον του 90% του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης (ως λογιστική αξία) και εάν κατά την εκτίμηση του, βάσει των αναγγελθεισών απαιτήσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 77, το προϊόν ρευστοποίησης επαρκεί για την πλήρη ικανοποίηση όλων των πιστωτών, υποβάλλει σχετικό αίτημα στο αρμόδιο δικαστήριο το οποίο δύναται να παρατείνει το διορισμό του με αποκλειστικό αντικείμενο τη διάθεση του προϊόντος ρευστοποίησης προς τους δικαιούχους. Σε περίπτωση πλήρους ικανοποίησης του συνόλου των πιστωτών, τα εταιρικά όργανα ή ο ιδιοκτήτης, κατά περίπτωση, ανακτούν τη διοίκηση του φορέα της επιχείρησης. Σε αντίθετη περίπτωση, ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης του οφειλέτη. Σε περίπτωση που εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης προχωρά η εξέταση της.
Σε περίπτωση κήρυξης του φορέα της επιχείρησης σε πτώχευση, εάν εκκρεμεί η διάθεση μέρους του ενεργητικού της επιχείρησης στους πιστωτές, ο ειδικός διαχειριστής διατηρεί τον έλεγχο του ανωτέρω υπολοίπου και την ευθύνη διανομής του στους δικαιούχους σύμφωνα με το άρθρο 18 του παρόντος και η διανομή αυτή δεν υπόκειται σε πτωχευτική ανάκληση.
Ο ειδικός διαχειριστής, το συντομότερο μετά τη μεταβίβαση του ενεργητικού της επιχείρησης (ή και μέρους αυτής ως λειτουργικού συνόλου) κατά τα προαναφερόμενα υποχρεούται να δημοσιοποιήσει, με τον τρόπο που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 73, πρόσκληση αναγγελίας απαιτήσεων των πιστωτών. Οι πιστωτές αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από τη δημοσιοποίηση της πρόσκλησης.
Στη συνέχεια ο ειδικός διαχειριστής, αφού αφαιρέσει από το προϊόν της ειδικής διαχείρισης τα έξοδα της διαδικασίας, στα οποία περιλαμβάνονται οι δαπάνες της λειτουργίας της επιχείρησης κατά την ειδική διαχείριση και αποδώσει τα αντίστοιχα ποσά συμμέτρως προς τους δικαιούχους, επαληθεύει τις απαιτήσεις με βάση τα στοιχεία της επιχείρησης, σύμφωνα με την απλοποιημένη διαδικασία του άρθρου 163 του Πτωχευτικού Κώδικα, ανεξαρτήτως ποσού απαίτησης, και συντάσσει, για το απομένον υπόλοιπο, πίνακα κατάταξης κατά τις διατάξεις των άρθρων 153-161 του Πτωχευτικού Κώδικα εφαρμοζομένων αναλόγως. Αρμόδιο για την εκδίκαση τυχόν ανακοπών κατά του πίνακα (τόσο ως προς την επαλήθευση όσο ως προς την κατάταξη) και την τυχόν αναμόρφωση του είναι το δικαστήριο της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Πτωχευτικού Κώδικα, το οποίο δικάζει κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις.
Η διανομή προς πιστωτές διενεργείται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΚΠολ.Δ.
- Άµεση επικύρωση συµφωνίας εξυγίανσης (άρ. 106β ΠτωχΚ)
Είναι δυνατόν να συναφθεί και να υποβληθεί στο δικαστήριο για επικύρωση σύμφωνα με το άρθρο 106στ συμφωνία εξυγίανσης και πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, αν έχει υπογραφεί από πιστωτές σύμφωνα με το άρθρο 106α. Στην περίπτωση αυτή ο υπολογισμός του ποσοστού των συμβαλλόμενων πιστωτών γίνεται με βάση κατάσταση πιστωτών που επισυνάπτεται στη συμφωνία εξυγίανσης και αναφέρεται σε ημερομηνία που δεν προηγείται της ημερομηνίας υποβολής της συμφωνίας στο δικαστήριο περισσότερο από τρεις μήνες. Στην περίπτωση αυτή από την κατάθεση της συμφωνίας εξυγίανσης προς επικύρωση και μέχρι τη λήψη απόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου για την επικύρωση ή μη της συμφωνίας εξυγίανσης δύνανται να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 103.
Με το άρθρο αυτό δίνεται η δυνατότητα να συναφθεί συµφωνία µε τους πιστωτές χωρίς να προηγηθεί διαδικασία εξυγίανσης, όπως ήταν δυνατόν και υπό το καθεστώς του ν. 1892/1990. Είναι φανερό ότι σε όσες περιπτώσεις είναι δυνατή η επίτευξη συµφωνίας µε εµπιστευτικές διαπραγµατεύσεις µεταξύ οφειλέτη και πιστωτών, τα µέρη θα την προτιµήσουν, αφού έτσι ο οφειλέτης δεν χρειάζεται να δηλώσει στην αγορά τα οικονοµικά του προβλήµατα, παρά µόνο όταν θα είναι δεδοµένη και η λύση τους.
- Έκτακτη διαδικασία ρύθμισης (άρ. 62 – 67 Ν. 4307/2014)
Στο νόμο 4307/2014 ρυθμίζεται η υπαγωγή στην έκτακτη διαδικασία ρύθμισης υποχρεώσεων εμπόρων. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι φυσικά ή νομικά πρόσωπα με πτωχευτική ικανότητα και με κέντρο κύριων συμφερόντων στην Ελλάδα μπορούν να αιτούνται τη ρύθμιση των οφειλών τους κατά το παρόν άρθρο και προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις ύπαρξης της συναίνεσης των πιστωτών. Ειδικότερα, στη ρύθμιση αυτή θα πρέπει να συναινούν πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον 50,1% του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο περιλαμβάνεται τουλάχιστον 50,1% των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με άλλης μορφής εξασφαλιστική συμφωνία την 30ή Ιουνίου 2014 ως προς περιουσιακό στοιχείο (ήτοι ενέχυρο απαίτησης, εξασφαλιστική εκχώρηση απαίτησης, πλασματικό ενέχυρο ή προσημείωση υποθήκης) εξασφαλισμένων αιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον δύο χρηματοδοτικών φορέων, εφόσον ο οφειλέτης έχει χρηματοδοτηθεί από περισσότερους του ενός χρηματοδοτικούς φορείς των οποίων οι απαιτήσεις κατά του οφειλέτη αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον ποσοστό 20% των συνολικών του υποχρεώσεων. Απαιτείται δηλαδή να συμφωνούν δύο τουλάχιστον χρηματοδοτικοί φορείς με απαιτήσεις ύψους πάνω από 20% των συνολικών χρεών του οφειλέτη. Η προϋπόθεση αυτή γεννά το ενδεχόμενο μία τράπεζα με δεύτερη προσημείωση υποθήκης (και άρα με ελάχιστη εξασφάλιση) να αξιώνει αναλογικώς μεγαλύτερο μερίδιο προκειμένου να συναινέσει στον συμβιβασμό εάν γνωρίζει ότι χωρίς τη συναίνεσή της δεν βρίσκεται άλλος «δεύτερος» πιστωτής για τη συμπλήρωση του ποσοστού 20% των χρεών του οφειλέτη.
Ως προθεσμία υπαγωγής ορίζεται η 31.03.2016 και η συναίνεση των πιστωτών πρέπει να αποτυπώνεται σε συμφωνία η οποία υποβάλλεται μαζί με την αίτηση. Αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο για την κατάθεση της ανωτέρω αίτησης προβλέπεται το Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζον κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και τίθεται προθεσμία προσδιορισμού της δικασίμου εντός διμήνου από την υποβολή της αίτησης, ενώ παράλληλα ρυθμίζονται θέματα όπως της αναστολής εκκρεμουσών αιτήσεων κατά τον Πτωχευτικό Κώδικα και της λήψης προληπτικών μέτρων. Περαιτέρω, ρυθμίζονται δικονομικά και διαδικαστικά θέματα σχετικά με τη λήψη, την έκδοση και τη δημοσίευση της απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου καθώς επίσης και τα ένδικα μέσα και βοηθήματα κατά αυτής.
Με το άρθρο 64 ρυθμίζονται τα αποτελέσματα που επιφέρει η αποδοχή της αίτησης υπαγωγής στην έκτακτη διαδικασία ρύθμισης από το αρμόδιο δικαστήριο (αναστολή διωκτικών μέτρων, εξόφληση του οφειλόμενου προς τους εργαζόμενους χρέους σε δόσεις). Με την παράγραφο 2 δίδεται το δικαίωμα σε οφειλέτη με επικυρωμένη από το δικαστήριο συμφωνία ρύθμισης, να υπαχθεί σε πρόγραμμα εξυπηρέτησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του προς το Φορολογική Διοίκηση ή / και ΦΚΑ και να λάβει πρόσθετη διαγραφή των προσαυξήσεων και προστίμων που το βαρύνουν ίση προς 20%. Με την παράγραφο 3 ρυθμίζεται η περίπτωση οφειλέτη που ενώ έχει ρυθμίσει τις οφειλές του, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΦΚΑ. Με την παράγραφο 4 ορίζεται ότι η δικαστική απόφαση του παρόντος άρθρου αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Με την παράγραφο 5 ρυθμίζεται το ύψος της αξίωσης των πιστωτών κατά των συνοφειλετών του οφειλέτη, ενώ με την παράγραφο 6 ρυθμίζονται τα δικαιώματα των ενέγγυων πιστωτών. Με την παράγραφο 7 θεσπίζονται οι κυρώσεις παραβίασης από τον οφειλέτη της συμφωνίας ρύθμισης. Τέλος, με την παράγραφο 8 ορίζεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 51 και 54 του ν. 4305/2014 εφαρμόζονται συμπληρωματικά και για τις ρυθμιζόμενες κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΦΚΑ, με τη δε παράγραφο 9 εξαιρούνται της πτωχευτικής ανάκλησης, κατά την έννοια των άρθρων 41 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα, πράξεις που έλαβαν χώρα σε εκπλήρωση της συμφωνίας ρύθμισης του άρθρου 64 παρ. 3 του παρόντος νόμου.
Με το άρθρο 65 προβλέπεται ότι το προνόμιο του άρθρου 154 περ. α΄ του Πτωχευτικού Κώδικα καταλαμβάνει τις χρηματοδοτήσεις ή εισφορές αγαθών ή υπηρεσιών προς τον οφειλέτη, οι οποίες γίνονται για διάστημα ενός έτους από τη δημοσίευση της απόφασης περί υπαγωγής στην έκτακτη διαδικασία ρύθμισης, έως το ποσοτικό όριο που προσδιορίζεται στην υποβληθείσα συμφωνία ρύθμισης και μόνο εφόσον προσδιορίζεται τέτοιο όριο. Εξαιρούνται του ως άνω προνομίου οι χρηματοδοτήσεις ή εισφορές αγαθών ή υπηρεσιών από ιδιοκτήτες, εταίρους ή μετόχους κ.α. καθώς και οι εισφορές στο πλαίσιο αύξησης κεφαλαίου.
Με το άρθρο 66 προβλέπεται ότι οι πιστωτές, οι οποίοι δεν έχουν συνυπογράψει τη συμφωνία ρύθμισης και των οποίων οι απαιτήσεις έχουν περιοριστεί κατά την ονομαστική τους αξία, δικαιούνται να λάβουν αποζημίωση από τον οφειλέτη για την προκληθείσα σε αυτούς ζημία και προσδιορίζονται οι σχετικοί όροι και προϋποθέσεις. Με το άρθρο 67 προβλέπεται ότι οι πράξεις κατ’ εφαρμογή της συμφωνίας ρύθμισης απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος ή δικαίωμα Δημοσίου ή τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των τελών χαρτοσήμου (πλην του ΦΠΑ), ενώ ως προς τις αμοιβές για τις αυτές πράξεις ή συμβάσεις εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 134 του Πτωχευτικού Κώδικα.
Τα πλεονεκτήματα της υπαγωγής στην έκτακτη διαδικασία των άρθρων 62-67 του ν. 4307/2014 συνοψίζονται ως ακολούθως :
- Η απαιτούµενη πλειοψηφία πιστωτών ορίζεται σε 50,1% + 50,1% εξασφαλισµένων + 2 τράπεζες που εκπροσωπούν το 20%.
- Αξιολογείται µόνο η πλήρωση της προϋπόθεσης της πλειοψηφίας.
- Απαιτείται βεβαίωση Λογιστή και όχι έκθεση εµπειρογνώµονα, με αποτέλεσμα να επωφελείται ο οφειλέτης των εξόδων του γραμματίου.
- Αυτόµατη ρύθµιση χρέους προς εργαζοµένους σε 12 δόσεις.
- Φορολογικές διευκολύνσεις.
Τέλος, τα μειονεκτήματα της υπαγωγής στην ανωτέρω διαδικασία είναι τα εξής :
- Ο οφειλέτης απαιτείται εκ των προτέρων να προβεί σε ρύθμιση οφειλών προς το ∆ηµόσιο και τα ασφαλιστικά ταµεία (Ν. 4305/2014).
- Προβλέπεται δικαίωµα καταγγελίας σε περίπτωση παράβασης όρων ή µη τήρησης της ρύθµισης προς το ∆ηµόσιο για 3 µηνιαίες δόσεις.
- Απουσιάζουν προβλέψεις, όπως άρση απαγόρευσης έκδοσης επιταγών, αναστολή ποινικών διώξεων.
- Ελλοχεύει ο κίνδυνος εκκρεµότητας σε περίπτωση άσκησης αποζηµιωτικής αγωγής από µη συναινούντες πιστωτές.
- ∆ιαδικασία εξυγίανσης (µε διπλή δικαστική παρέµβαση: άνοιγµα διαδικασίας, επικύρωση συµφωνίας) – άρ. 99 επ. ΠτωχΚ, όπως τροποποιήθηκαν µε το Ν. 4013/2011 & το Ν. 4072/2012
Ο Πτωχευτικός Κώδικας (υπό το Ν.3588/2007) όριζε τη δυνατότητα του οφειλέτη να αιτηθεί ένταξη στη διαδικασία πρόληψης της πτώχευσης, μία διαδικασία που ονομάζεται «διαδικασία συνδιαλλαγής». Η διαδικασία συνδιαλλαγής αποτελούσε μία συνθήκη προ της πτώχευσης, η οποία βρισκόταν υπό δικαστική κηδεμονία και επέτρεπε τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ο ν. 4013/2011 κατάργησε τη διαδικασία συνδιαλλαγής που προέβλεπε ο Πτωχευτικός Κώδικας και εισήγαγε µια νέα διαδικασία, επονοµαζόµενη «διαδικασία εξυγίανσης». Το άρθρο 99 επικρίθηκε σφοδρά, με αποτέλεσμα στο νόμο 4072/2012 να υπάρξουν τροποποιήσεις της διαδικασίας.
Η υπαγωγή στη διαδικασία εξυγίανσης επιτυγχάνεται με τη σύναψη και επικύρωση σχετικής συμφωνίας. Η συμφωνία δύναται κατά την κρίση του Δικαστηρίου να μην επικυρωθεί, εάν δεν πιθανολογείται η βιωσιμότητα της επιχείρησης και μετά την διαδικασία, εάν παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών, εάν είναι παράνομη ή έχει επιτευχθεί με άνιση μεταχείριση των πιστωτών.
1ο στάδιο : Η συμφωνία δύναται να ζητηθεί, είτε με αίτηση του οφειλέτη από το Δικαστήριο, είτε να συνταχθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης και να επικυρωθεί από το πτωχευτικό δικαστήριο (άρθρο 106β), εφόσον πληρούνται οι οριζόμενες από το νόμο προϋποθέσεις. Ειδικότερα, η συμφωνία πρέπει να υπογράφεται από τον οφειλέτη και από τη συνέλευση των πιστωτών ή εάν αυτή δεν έχει λάβει χώρα, από τους πιστωτές που εκπροσωπούν ποσοστό 60% του συνόλου των απαιτήσεων.
2ο στάδιο (άρθρο 103): Δίνεται επιπλέον η δυνατότητα στο Πτωχευτικό Δικαστήριο, με αίτηση του οφειλέτη, των πιστωτών ή και αυτεπαγγέλτως να διορίσει διαμεσολαβητή για την επίτευξη συμφωνίας, είτε στο πλαίσιο της διαδικασίας, είτε με μεταγενέστερη απόφαση του. Στην αίτηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο πρέπει μεταξύ άλλων να περιγράφονται, η γενική οικονομική αδυναμία του οφειλέτη, ο προτεινόμενος τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης, η περιουσιακή κατάσταση της επιχείρησης, η δραστηριότητα και ο κύκλος εργασιών της, η απασχόληση εργαζομένων κλπ.
Με την κατάθεση της αιτήσεως μπορεί να ζητηθεί και προσωρινή διαταγή αναστολής των ατομικών διώξεων κατά του οφειλέτη αλλά και της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας αυτού μέχρι τη συζήτηση της αίτησης. Δικάσιμος για τη συζήτηση της αίτησης ορίζεται εντός διμήνου από την υποβολή της. Η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη.
Ως προς τις ρυθμίσεις που δύνανται να περιέχονται στη συμφωνία εξυγίανσης, το άρθ. 106ε παρ. 1 παρέχει μια εκτενέστατη απαρίθμηση όλων των βασικών μέσων εξυγίανσης. Πρόκειται για ενδεικτική απαρίθμηση καθώς τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν και σε άλλα εξυγιαντικά μέτρα.
Τα στάδια της προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης συνοψίζονται στον κατωτέρω πίνακα :
1 | Υποβολή αίτησης στο ΠΠρ για το άνοιγµα διαδικασίας εξυγίανσης και τη λήψη προληπτικών µέτρων. |
2 | Λήψη προληπτικών µέτρων µέσω προσωρινής διαταγής. |
3 | ∆ίκη για το άνοιγµα της διαδικασίας – (πιθανώς) διατήρηση προληπτικών µέτρων µέχρι έκδοση απόφασης |
4 | Έκδοση απόφασης που δέχεται ή απορρίπτει το άνοιγµα διαδικασίας εξυγίανσης για περίοδο δύο µηνών (που µπορεί να παραταθεί κατά ένα µήνα). Η απόφαση µπορεί να διατάσσει επίσης προληπτικά µέτρα (διάρκειας µέχρι δύο µηνών από το άνοιγµα τη̋ διαδικασίας – άρ. 103 § 7). |
5 | Περίοδος διαπραγµατεύσεων για τη σύναψη συµφωνίας µε την απαιτούµενη πλειοψηφία (60% & 40% εξασφαλισµένων). Αν αυτή συναφθεί, υποβάλλεται προς επικύρωση εντός της διάρκειας που προσδιόρισε το δικαστήριο. |
6 | ∆ίκη για την επικύρωση της συµφωνίας. |
7 | Έκδοση απόφασης για την επικύρωση (ή µη) συµφωνίας. |
8 | Σε περίπτωση επικύρωσης, (ενδεχοµένως) άσκηση τριτανακοπής από µη συναινούντες πιστωτές. |
ΙΙ. ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΡΘ. 60-61 Ν. 4307/2014
Σύμφωνα με τα άρθ. 60-61 του ν. 4307/2014, επιχειρήσεις ανεξαρτήτως νομικής μορφής ή επαγγελματίες που είναι εγγεγραμμένοι στο ειδικό επαγγελματικό μητρώο και είχαν κύκλο εργασιών έως € 2,5 εκ. κατά την χρήση που έληξε στις 31/12/2013, ενώ παράλληλα κατά την 30/6/2014 οι οφειλές τους προς την Τράπεζα από επαγγελματικά δάνεια ήταν:
- Σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών ή ρυθμισμένες ή
- Ενήμερες, αλλά τυχόν οφειλή προς τις Φορολογικές Αρχές ή τους (Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ήταν ληξιπρόθεσμη ή ενήμερη λόγω ρύθμισης,
δικαιούνται υπαγωγής στον εν λόγω νόμο με στόχο την εξωδικαστική ρύθμιση των οφειλών τους.
Ως προϋποθέσεις υπαγωγής στις διατάξεις του νόμου τίθενται οι ακόλουθες :
- H επιχείρηση να είναι σε λειτουργία, δηλαδή να μην υπάρχει λύση ή παύση εργασιών της επιχείρησης και ο επαγγελματίας να εξακολουθεί να ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα.
- Η επιχείρηση ή ο επαγγελματίας να μην έχει υπαχθεί σε προ-πτωχευτική ή πτωχευτική διαδικασία του πτωχευτικού κώδικα ή του νόμου 3869/2010, ή να έχει παραιτηθεί από αυτές.
- Να μην υπάρχει καταδίκη για φοροδιαφυγή, λαθρεμπορία ή απάτη σε βάρος του Δημοσίου στο πρόσωπο του επαγγελματία ή των φορέων της επιχείρησης
- Σε περίπτωση οφειλών προς το Δημόσιο και σε Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, θα πρέπει να έχουν κάνει υπαγωγή αυτών σε πρόγραμμα εξυπηρέτησής και να έχουν φορολογική ή ασφαλιστική ενημερότητα.
Απαιτούμενα δικαιολογητικά:
α) Αίτηση ρύθμισης του οφειλέτη.
β) Βεβαίωση που υπογράφεται από τον ίδιο και τους συνοφειλέτες/εγγυητές, με το παρακάτω περιεχόμενο:
- Βεβαίωση συνδρομής των προϋποθέσεων υπαγωγής στο Νόμο
- Αποτύπωση των περιουσιακών στοιχείων με προσδιορισμό της αντικειμενικής τους αξίας, καθώς και των υποχρεώσεων οφειλέτη και συνοφειλετών/εγγυητών
- Αναφορά των στοιχείων κάθε επιχείρησης με έναρξη λειτουργίας την 1/1/2010 που ασκεί ο/η σύζυγος ή συγγενής α΄ βαθμού οφειλέτη και συνοφειλετών/εγγυητών
- Αναγραφή τυχόν μεταβιβάσεων ακινήτων μετά την 1/1/2010 από τον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες/εγγυητές ή τους συζύγους τους ή τους συγγενείς τους α΄ βαθμού
- Παροχή συγκατάθεσης στην Τράπεζα να διαβιβάσει τα στοιχεία του (τόσο εκείνα που περιέχονται στη βεβαίωση, όσο και εκείνων που έχει η Τράπεζα στην κατοχή της από τη συναλλακτική τους σχέση) στις Φορολογικές Αρχές και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.
γ) Αποδεικτικό φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας.
δ) Σε περίπτωση που η οφειλή προς την Τράπεζα στις 30/6/14 ήταν ενήμερη, πιστοποιητικό ληξιπρόθεσμης οφειλής ή βεβαίωσης ρύθμισης κατά την ημερομηνία αυτή από Φορολογική Αρχή ή Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης.
ε) Σε περίπτωση προηγούμενης αίτησης υπαγωγής στις διατάξεις του Ν.3869/2010 ή του Πτωχευτικού Κώδικα, αντίγραφο του δικογράφου της παραίτησης από την υπαγωγή (ή των πρακτικών δικαστηρίου με αναφορά στην παραίτηση).
Οφέλη και πλεονεκτήματα από την υπαγωγή στις διατάξεις του νόμου:
- Ρύθμιση ή/και διαγραφή μέρους των οφειλών προς την Τράπεζα.
- Το μέγιστο ύψος της διαγραφής μπορεί να φθάσει έως € 500.000 ανά Τράπεζα και εξαρτάται από το σύνολο της οφειλής και της καθαρής περιουσίας (περιουσιακά στοιχεία μείον οφειλές) οφειλέτη και συνοφειλετών/εγγυητών.
- Πρόσθετη διαγραφή προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής οφειλών προς τις Φορολογικές Αρχές ή/και Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ύψους 20%.
- Σε περίπτωση περιορισμού οφειλής, ο περιορισμός ισχύει και για τους συνοφειλέτες και εγγυητές.
Από τη Σοφία Ι. Αντωνοπούλου