H ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ
Είναι γεγονός ότι η οικονομική κρίση την οποία διάγουμε τείνει να επιφέρει την κατάλυση σημαντικών νομοθετικών διατάξεων και αρχών, όπως αυτή της απαγόρευσης της αναδρομικότητας των νόμων. Ωστόσο, αντίθετα με τα όσα πιστεύει το ευρύ κοινό, η αλήθεια είναι ότι η αναδρομικότητα των νόμων είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτή.
Αν και το αρθρ. 2 του Αστικού Κώδικα: «Ο νόμος ορίζει για το μέλλον, δεν έχει αναδρομική δύναμη…» η διάταξη αυτή είναι διάταξη κοινού νόμου, δηλαδή δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ και σαν τέτοια δε δεσμεύει τη νομοθετική εξουσία. Η αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη μόνο όταν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα.
Το Σύνταγμά μας δεν περιέχει κατ’αρχήν μια απαγόρευση γενική της αναδρομικότητας των νόμων.
Περιέχει όμως μια σειρά από εξαιρέσεις όπου ΡΗΤΑ απαγορεύεται η αναδρομικότητα :
– Το αρθρ. 7 § 1 του Συντάγματος: « Έγκλημα δεν υπάρχει, ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης».
Η διάταξη αυτή απαγορεύει την αναδρομική ισχύ μόνο των δυσμενέστερων ποινικών νόμων, δηλαδή των νόμων που θεμελιώνουν για πρώτη φορά ή επιβαρύνουν το αξιόποινο μιας πράξης. Αντίθετα, δεν απαγορεύει την αναδρομικότητα των επιεικέστερων ποινικών νόμων.
– Το Σύνταγμα απαγόρευσε ρητά και την αναδρομικότητα μιας άλλης κατηγορίας νόμων και, ειδικότερα, των νόμων που επιβάλλουν οικονομικά βάρη. Τη απαγόρευση αυτή θεσπίζει η διάταξη του αρθρ. 78 § 2 του Συντάγματος, η οποία ορίζει τα ακόλουθα: «Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο ανα¬δρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε».
Με άλλες λέξεις, η διάταξη απαγορεύει ιδίως την αναδρομική ισχύ των δυσμενών φορολογικών νόμων, δηλαδή των νόμων που επιβάλλουν νέα ή αυξάνουν τα υπάρχοντα φορολογικά βάρη. Αντίθετα, η διάταξη δεν απαγορεύει την αναδρομικότητα των ευμενών φορολογικών νόμων, δηλαδή και των νόμων που π.χ. θεσπίζουν απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία ή μειώνουν το φορολογικό συντελεστή.
– Εκτός από τις δύο εξαιρέσεις της αρχής του επιτρεπτού της αναδρομικότητας των νόμων που καθιερώνονται ρητά από τις διατάξεις των αρθρ. 7 § 1 και 78 § 2 του Συντάγματος, συνάγονται έμμεσα από τη νομολογία ορισμένοι περιορισμοί της εν λόγω αρχής από το άρθρο 17 του Συντάγματος, περί προστασίας της ιδιοκτησίας, το οποίο ουσιαστικά αποκλείει τους αναδρομικούς νόμους, οι οποίοι προσβάλλουν κεκτημένα εμπράγματα δικαιώματα.
Υπέρ λοιπόν της άποψης του συνταγματικά επιτρεπτού της αναδρομικότητας των νόμων συνηγορούν τα παραπάνω με επιχείρημα εξ αντιδιαστολής (a contrario ) : 1) από τη συνταγματική διάταξη που απαγόρευε την αναδρομικότητα των δυσμενέστερων ποινικών νόμων – και η οποία δεν μπορεί να εφαρμόζεται αναλόγως – και 2) εξ αντιδιαστολής από τη διάταξη του αρθρ. 78 § 2 του Συντάγματος, η οποία απαγορεύει την αναδρομική επιβολή οικονομικών βαρών.
Κατ’ ακολουθία, η αρχή του επιτρεπτού της αναδρομικότητας των νόμων είναι αναμφίβολη και γίνεται δεκτή και από τη θεωρία και από τη νομολογία.
Από τη Σοφία Ι. Αντωνοπούλου