ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΤΕΧΝΗΤΗ ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ: ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
Η μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση, κατά το ελληνικό δίκαιο, συνίσταται στη χρήση κρυοσυντηρημένου γεννητικού υλικού (σπέρματος ή γονιμοποιημένου ωαρίου), μετά το θάνατο του συζύγου ή συντρόφου της γυναίκας, εφαρμόζεται δηλαδή τόσο στη μεταθανάτια τεχνητή σπερματέγχυση, όσο και στη μεταθανάτια μεταφορά γονιμοποιημένου ωαρίου στο σώμα της γυναίκας. Οι λόγοι που συνήθως οδηγούν στη μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση συνδέονται με την κατάσταση της υγείας του άνδρα, η οποία είτε από μόνη της, είτε η θεραπεία της εμπεριέχει κίνδυνο στειρότητας. Αναφορικά με τα ηθικά ζητήματα που άπτονται της μεταθανάτιας τεχνητής γονιμοποίησης, όπως είναι εύλογο, έχουν εκφραστεί δικαιολογημένες αντιρρήσεις, δεδομένου ότι πρόκειται ουσιαστικά για προγραμματισμό απόκτησης ενός τέκνου το οποίο θα μεγαλώσει χωρίς πατέρα.
Κατά το άρθρο 1457 του Αστικού Κώδικα, η μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση επιτρέπεται μετά το θάνατο του συζύγου ή του μονίμου συντρόφου της γυναίκας, κατόπιν δικαστικής άδειας, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) ο σύζυγος ή ο σύντροφος της γυναίκας να έπασχε από ασθένεια που συνδέεται με πιθανό κίνδυνο στειρότητας ή να υπήρχε κίνδυνος θανάτου του, β) ο σύζυγος ή ο σύντροφος της γυναίκας να έχει συναινέσει με συμβολαιογραφικό έγγραφο στη μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση.
Προαπαιτούμενο είναι δηλαδή να έχει συναινέσει ο σύζυγος ή ο σύντροφος ειδικά για τη μεταθανάτια γονιμοποίηση, υπό τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Περαιτέρω, απαιτείται η ύπαρξη δικαστικής άδειας που παρέχεται εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου, την οποία εξασφαλίζει με αίτησή της η σύζυγος ή σύντροφος του άνδρα που πέθανε. Ο νόμος δίνει δυνατότητα στη σύζυγο ή σύντροφο του αποθανόντος να αποφασίσει εντός έξι μηνών για το αν θα υποβληθεί ή όχι στη διαδικασία, ενώ το απώτατο χρονικό σημείο είναι τα δύο έτη από το θάνατο του συζύγου ή συντρόφου της γυναίκας. Ο λόγος θέσπισης χρονικού περιορισμού σχετίζεται με την ανάγκη να αποφασιστεί το ζήτημα της μεταθανάτιας τεχνητής γονιμοποίησης σε άμεσο χρονικό διάστημα, ώστε να μην οδηγούνται σε επί μακρόν εκκρεμότητα τα κληρονομικά δικαιώματα των άλλων συγγενών του θανόντος ή συντρόφου.
Η κρατούσα γνώμη ερείδεται στη γραμματική διατύπωση της διάταξης του αρ. 1457 § 1 ΑΚ που αναφέρεται σε «τεχνητή γονιμοποίηση μετά το θάνατο του συζύγου ή του άνδρα με τον οποίον η γυναίκα συζούσε σε ελεύθερη ένωση», υποστηρίζοντας ότι από αυτήν προκύπτει πως ο νομοθέτης απέβλεψε μόνο στην περίπτωση της ομόλογης γονιμοποίησης, με γεννητικό υλικό των ίδιων των ενδιαφερόμενων συντρόφων. Η βούληση αυτή του νομοθέτη ερείδεται στο γεγονός ότι στη μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση μπορούν να προσφεύγουν «αποκλειστικά γυναίκες που είχαν σύζυγο ή μόνιμο σύντροφο … του οποίου και το γεννητικό υλικό (είτε ως απλό σπέρμα είτε ως γονιμοποιημένο ωάριο) επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν». Η διάταξη δικαιολογείται ακριβώς από την ανάγκη της συζύγου που επιζεί να αποκτήσει παιδί που θα κατάγεται βιολογικά από τον ίδιο τον θανόντα σύζυγό της, με τον οποίο συνδεόταν έντονα συναισθηματικά, ώστε αυτός ακριβώς ο ψυχικός δεσμός να θεμελιώσει ουσιωδώς και να ενδυναμώσει τις σχέσεις του μέλλοντος να γεννηθεί παιδιού και με την οικογένεια του πατέρα του. Ο θεσμός της μεταθανάτιας τεχνητής γονιμοποίησης εξάλλου, γι’ αυτήν ακριβώς την ψυχοσυναισθηματική του βάση, προσιδιάζει μόνο σε ζευγάρια, έγγαμα ή άγαμα, και όχι σε άγαμες μοναχικές γυναίκες. Το παιδί που θα γεννηθεί θα θεωρηθεί ως τέκνο γεννημένο σε γάμο, ενώ η πατρότητα του συζύγου-συντρόφου που είχε δώσει και τη συναίνεσή του για ετερόλογη γονιμοποίηση δεν θα μπορεί να προσβληθεί.
Εναντίον της μεταθανάτιας τεχνητής γονιμοποίησης προτάθηκε έντονα το επιχείρημα πως αυτή αντίκειται στο συμφέρον του παιδιού που πρόκειται να γεννηθεί, καθώς προγραμματίζεται να γεννηθεί έχοντας ήδη χάσει τον ένα γονέα του και να στερείται του δικαιώματος να ανατραφεί και από τους δύο γονείς. Υποστηρίχθηκε χαρακτηριστικά πως η «συμπαθής πρόθεση» της μητέρας να διατηρήσει ζωντανή την μνήμη του συντρόφου της και του πατέρα να αφήσει απογόνους μετά το θάνατό του δεν αποτελεί επαρκή αιτία που να δικαιολογεί ηθικά τη γέννηση ενός προγραμματισμένα ορφανού παιδιού.
Η παραπάνω άποψη, όπως παρατηρήθηκε από τους αντιπάλους της, ουσιαστικά ταυτίζεται με την εναντίωση στο θεσμό της μονογονεϊκής οικογένειας γενικότερα, η οποία σήμερα έτσι κι αλλιώς συνιστά μία κοινωνική πραγματικότητα. Εξάλλου, η οικογένεια που δημιουργείται από τη μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση δεν έχει σχέση με τον τύπο της μονογονεϊκής οικογένειας που παρατηρείται σήμερα.
Αναφορικά με την προϋπόθεση, που θέτει ο νόμος περί ύπαρξης σοβαρής ασθένειας που συνδέεται με πιθανό κίνδυνο στειρότητας, είτε καθεαυτή είτε λόγω της θεραπείας που απαιτείται, ή λόγω του κινδύνου θανάτου, έχει δικαιολογητική βάση στο γεγονός ότι πρέπει να περιοριστούν οι περιπτώσεις εφαρμογής της δυνατότητας ρύθμισης της μεταθανάτιας γονιμοποίησης, λόγω της σοβαρότητας που πρέπει να περιβάλλεται η απόφαση για τη γέννηση ενός προγραμματισμένα ορφανού παιδιού.
Εντός της διετίας δεν αρκεί να εκδοθεί η δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει τη συνδρομή των προϋποθέσεων του αρ. 1457 ΑΚ και παρέχει τη σχετική άδεια, αλλά πρέπει να διενεργηθεί η ίδια η διαδικασία της τεχνητής γονιμοποίησης, συμπεριλαμβανομένης της εμφύτευσης του γονιμοποιημένου ωαρίου στην μήτρα, αν ακολουθήθηκε η τεχνική της in vitro γονιμοποίησης. Με τη θέσπιση για τη μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση της δυνατότητας να ολοκληρωθεί η διαδικασία της τεχνητής γονιμοποίησης και εμφύτευσης του γονιμοποιημένου ωαρίου έως και δύο χρόνια μετά το θάνατο του άνδρα, η ρύθμιση έχει σαν αποτέλεσμα να επιτρέπει τη γέννηση του παιδιού έως και τρία περίπου χρόνια από το θάνατο του πατέρα του.
Η μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση εξαρτάται, τυπικά, από την έκδοση δικαστικής απόφασης που αναγνωρίζει τη συνδρομή των προϋποθέσεων που σωρευτικά τάσσει το αρ. 1457 ΑΚ και δίνει άδεια για τη διενέργειά της. Την άδεια νομιμοποιείται να ζητήσει η σύζυγος ή σύντροφος του θανόντος, υποβάλλοντας σχετική αίτηση στο δικαστήριο του τόπου συνήθους διαμονής της, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο διεξάγει μόνο έλεγχο νομιμότητας του αιτήματος και όχι σκοπιμότητας, δηλαδή νομιμοποιείται να εξετάσει μόνο τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων και, εφόσον αυτές συντρέχουν, δεν μπορεί να απορρίψει το αίτημα επικαλούμενο το συμφέρον του παιδιού ή τα χρηστά ήθη.
Από τη Σοφία Ι. Αντωνοπούλου