Ι. Εισαγωγή
Στη σημερινή εποχή της οικονομικής κρίσης, ιδιαίτερης σημασίας αποτελεί το ζήτημα του κόστους προσφυγής στη δικαιοσύνη. Μια κατηγορία προβλημάτων η οποία επιλύεται υποχρεωτικά με την ανάληψη δικαστικών ενεργειών είναι αυτά που προκαλούνται από τη διακοπή της έγγαμης σχέσης των συζύγων. Όταν δε το ζευγάρι έχει αποκτήσει τέκνα, η διευθέτηση των διαφορών τους καθίσταται ακόμα πιο σύνθετη υπόθεση.
ΙΙ. Γενικά έξοδα
Δυστυχώς, κατά καιρούς γίνεται λόγος για κόστος παροχής υπηρεσιών δυσανάλογο με τις υπηρεσίες που παρέχονται από τους δικηγόρους. Η πραγματικότητα όμως, είναι ότι ο ρόλος του δικηγόρου στην επίλυση των προβλημάτων που οι εντολείς του του εμπιστεύονται, απαιτεί σοβαρότατη εργασία, υπευθυνότητα, συνεχή ενημέρωση και σχολαστικότητα, στοιχεία των οποίων η διάθεση, στην πραγματικότητα δεν αμείβεται επαρκώς στις μέρες μας. Ειδικότερα, ο προσφεύγων στη δικαιοσύνη γίνεται ακουστής ενός χρηματικού ποσού το οποίο θα πρέπει να καταβάλει και πολλές φορές σχηματίζει την εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για αμιγώς δικηγορική αμοιβή. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Ειδικότερα, η δυσβάσταχτη φορολόγηση των δικηγόρων με φόρο προστιθέμενης αξίας της τάξεως του είκοσι τρία τοις εκατό, (23%), η προκαταβολή φόρου (15%), τα έξοδα κάλυψης των ασφαλιστικών του εισφορών που επιβαρύνουν κάθε υπόθεση, τόσο με την πληρωμή ενσήμων, όσο και με κρατήσεις υπέρ των σχετικών φορέων, η καταβολή εισφορών στους δικηγορικούς συλλόγους, τα έξοδα επικοινωνίας με τους εντολείς, οι δαπάνες για τη μετάβαση στα Δικαστήρια και τις αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες που κάθε φορά απαιτείται, τα έξοδα επίδοσης των δικογράφων (αγωγών, αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων, εφέσεων κλπ), η καθιέρωση γραμματίου προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής για κάθε διαδικαστική ενέργεια που οι δικηγόροι εκτελούν, η πληρωμή δικαστικών ενσήμων (εξόδων δηλαδή ως επί το πλείστον υπέρ του Δημοσίου), είναι οι παράγοντες που στην πραγματικότητα καθορίζουν το κόστος που οι εντολείς είναι αναγκασμένοι να επωμιστούν.
ΙΙΙ. Οικογενειακές Διαφορές
Ανάλογα με τη διάθεση του ζεύγους να επιλύσει τα προβλήματά του συναινετικά ή αντιδικώντας, διαφέρουν και οι διαδικαστικές πράξεις που ακολουθούνται και συνεπώς τα χρήματα που καταβάλλονται.
Α. Το συναινετικό Διαζύγιο
Στην περίπτωση της συναινετικής οδού, η διαδικασία που ακολουθείται είναι η απλούστερη, και το κόστος που επιβαρύνει τους συζύγους είναι το μικρότερο δυνατό, λόγω δε της δυνατότητας εκπροσώπησης αμφοτέρων των συζύγων από έναν δικηγόρο, το κόστος περιορίζεται ακόμα περισσότερο. Αρχικά, το ζεύγος, με τη βοήθεια του δικηγόρου, ο οποίος τις περισσότερες φορές συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία αυτή, διαμορφώνει τους όρους της συμφωνίας με την οποία επιλύεται η έγγαμη συμβίωση. Εν συνεχεία, ο δικηγόρος αναλαμβάνει την κατάρτιση ιδιωτικού συμφωνητικού, με το οποίο οι σύζυγοι δηλώνουν τη βούλησή τους να πάρουν διαζύγιο συναινετικά (έγγραφη συμφωνία διάζευξης των συζύγων). Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, μέσω έτερου συμφωνητικού που καταρτίζεται από τον δικηγόρο διευθετείται και το ζήτημα της επιμέλειας και επικοινωνίας των τέκνων με τους γονείς τους. Σε ιδιωτικό έγγραφο αποτυπώνονται επίσης άπασες οι συμφωνίες αναφορικά με την περιουσιακή κατάσταση των συζύγων.
Εν συνεχεία, ο συνήγορος καταταθέτει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου μία αίτηση για τη λύση του γάμου, η οποία συζητείται κατά τη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας. Στο σημείο αυτό καταβάλλονται τα πρώτα δικαστικά έξοδα προς φορείς πέραν του δικηγόρου. Η εν λόγω αίτηση συζητείται, κατά προσέγγιση κατόπιν δύο μηνών περίπου στα δικαστήρια της περιφέρειας και κατόπιν τριών ή τεσσάρων μηνών στην Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις. Κατά τη συζήτηση εισφέρονται από τους διαδίκους, δια του συνηγόρου τα ιδιωτικά συμφωνητικά που αφορούν την απόφασή τους για συναινετική λύση του γάμου τους, τη ρύθμιση των περιουσιακών τους ζητημάτων και τα ζητήματα διατροφής, επιμέλειας και επικοινωνίας με τα τέκνα τους. Στα εν λόγω συμφωνητικά βασίζεται η δικαστική απόφαση που εκδίδεται στη συνέχεια. Οι σύζυγοι δύνανται να μην παρασταθούν αυτοπροσώπως κατά την ημερομηνία συζήτησης και να παραχωρήσουν ειδική πληρεξουσιότητα στο συνήγορό τους, μέσω ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, προκειμένου να εκπροσωπηθούν κατά τη συζήτηση του συναινετικού διαζυγίου. Το εν λόγω πληρεξούσιο επισύρει επιπρόσθετη οικονομική επιβάρυνση για τους συζύγους με έξοδα αμοιβής συμβολαιογράφου.
Εντός των μηνών που έπονται της συζήτησης της αίτησης δημοσιεύεται η δικαστική απόφαση, με την οποία γίνεται δεκτή η αίτηση διαζυγίου. Κατόπιν της έκδοσης της δικαστικής απόφασης, λόγω του ότι η τελευταία θα πρέπει να είναι αμετάκλητη, να μη χωρεί, δηλαδή κατά αυτής κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο, ο δικηγόρος φροντίζει να γίνει παραίτηση από την άσκηση των ενδίκων μέσων και κατόπιν αιτήσεως που υποβάλλει για λογαριασμό των πρώην συζύγων, χορηγείται το σχετικό πιστοποιητικό.
Μετά τη λήψη του ανωτέρω πιστοποιητικού αμετακλήτου της απόφασης διαζυγίου από το Μονομελές Πρωτοδικείο, λαμβάνουν χώρα οι απαιτούμενες ενέργειες για την «πνευματική λύση» του γάμου. Ειδικότερα, ο συνήγορος επιμελείται της λήψεως εισαγγελικής παραγγελίας, η οποία, από κοινού με τα λοιπά απαραίτητα έγγραφα, προσκομίζεται στη Μητρόπολη που υπάγεται η εκκλησία όπου τελέστηκε ο γάμος, και εκδίδεται σχετική βεβαίωση. Σε περίπτωση πολιτικού γάμου, τα έγγραφα λύσης του γάμου προσκομίζονται στο Ληξιαρχείο, όπου καταχωρείται πλέον η αλλαγή στην προσωπική κατάσταση των συζύγων.
Β. Το Διαζύγιο κατ’ αντιδικία
Όσον αφορά το κατ’ αντιδικία διαζύγιο, δηλαδή το διαζύγιο κατά το οποίο δεν υπάρχει συμφωνία των συζύγων για τη λύση του γάμου τους, συνήθως ακολουθούνται τέσσερις διαφορετικές διαδικασίες.
Ειδικότερα, ως προς τη λύση της έγγαμης συμβίωσης ο δικηγόρος, κατόπιν συναντήσεων με τον εντολέα του και αφού κατανοήσει εις βάθος την υπόθεση και καταγράψει τις λεπτομέρειές της, επιμελείται τη σύνταξη αγωγής. Κατόπιν, την καταθέτει και δίνει εντολή επίδοσης στον δικαστικό επιμελητή, έτσι ώστε ο έτερος σύζυγος να λάβει γνώση αυτής. Στα μεγάλα Πρωτοδικεία της χώρας η αγωγή διαζυγίου συζητείται συνήθως μετά από δύο έτη. Κατόπιν έκδοσης οριστικής απόφασης υπάρχει δυνατότητα έφεσης, οπότε το κόστος της διαδικασίας και μόνο για τη λύση του γάμου τουλάχιστον διπλασιάζεται. Είναι σαφές ότι το κόστος για την κατάθεση και τη συζήτηση της έφεσης είναι μεγαλύτερο αυτού της αγωγής, λόγω της ανωτερότητας του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου.
Αναφορικά με την κίνηση διαδικασίας για καταδίκη ενός των συζύγων σε διατροφή για τον ίδιο το σύζυγο ή για τα τέκνα, αυτή περιλαμβάνει δύο στάδια, την εκδίκαση ασφαλιστικών μέτρων και την εκδίκαση αγωγής διατροφής. Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη κινδύνου για τη διαβίωση του αιτούμενου τα ασφαλιστικά μέτρα, περιλαμβάνει κατάθεση αίτησης με αίτημα προσωρινής διαταγής, εκδίκαση της αίτησης για έκδοση προσωρινής διαταγής και συζήτηση της κύριας αίτησης για λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Κατά της απόφασης που εκδίδεται δεν χωρεί έφεση, δύναται όμως να κατατεθεί αίτηση ανάκλησης με προσεπίκληση νέων στοιχείων εκ μέρους του συζύγου που αιτείται την ανάκληση. Στη συνέχεια, συζητείται η κύρια αγωγή για επιδίκαση διατροφής, και εκδίδεται απόφαση κατά της οποίας μπορεί να κατατεθεί έφεση.
Τέλος, τα ζητήματα αναφορικά με την περιουσία που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου, αυτά επιλύονται με έτερη αγωγή αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, η οποία ακολουθεί όμοια διαδικασία με τα όσα ανωτέρω περιγράφηκαν (κατάθεση, συζήτηση, ενδεχόμενη έφεση).
Από τη Σοφία Ι. Αντωνοπούλου