ΟΙ ΝΕΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ «ΚΟΚΚΙΝΑ» ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
Ο νόμος 4307/2014 (για την αμοιβαία αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων, τα μισθολογικά στρατιωτικών και δικαστών και τη ρύθμιση οφειλών μικρών επιχειρήσεων) εισήγαγε ρυθμίσεις και μέτρα για τη ρύθμιση των χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών. Τα μέτρα αυτά είναι προσωρινά και σκοπό έχουν την ελάφρυνση του ιδιωτικού χρέους μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών προς χρηματοδοτικούς φορείς, το Δημόσιο και φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
Μικρές επιχειρήσεις: Ως μικρές επιχειρήσεις νοούνται αυτές που κατά τη χρήση έως 31.12.2013 είχαν κύκλο εργασιών έως 2.500.000 ευρώ, ενώ με την έννοια του επιλέξιμου οφειλέτη νοείται αυτός που δεν έχει υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στο «νόμο Κατσέλη», δεν έχει λυθεί ούτε έχει παύσει τις εργασίες του, ούτε έχει υποβάλει αίτηση υπαγωγής σε πτωχευτική διαδικασία, δεν έχουν καταδικαστεί οι φορείς του/νόμιμοι εκπρόσωποι κλπ για φοροδιαφυγή ή για απάτη σε βάρος του δημοσίου ή ΦΚΑ.
Επαγγελματίες κατά την έννοια του νόμου είναι οι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αναπτύσσουν επαγγελματική δραστηριότητα, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει την εγγραφή του προσώπου σε ειδικό μητρώο, και που κατά τη χρήση που έληξε την 31.12.2013 είχαν κύκλο εργασιών μέχρι 2.500.000 ευρώ.
Ως επιλέξιμες διαγραφές νοούνται οι διαγραφές απαιτήσεων απέναντι σε οφειλέτες ως προς κεφάλαιο και τόκους, εφόσον υπήρχε οφειλή μέχρι 30.06.2014 προς χρηματοδοτικό φορέα από επιχειρηματικό δάνειο σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών ή όταν αυτοί δεν έχουν φορολογική ή ασφαλιστική ενημερότητα. Οι διαγραφές δεν μπορούν να ξεπερνούν ανά χρηματοδοτικό φορέα το ποσό των 500.000 ευρώ.
Α) Διαγραφή ή ρύθμιση από το χρηματοδοτικό φορέα: Για την παροχή επιλέξιμης διαγραφής από το χρηματοδοτικό φορέα απαιτείται να υποβληθεί σχετική αίτηση για τη ρύθμιση των υποχρεώσεων (υπόδειγμα της αίτησης αυτής υπάρχει στην ΥΑ 4837/2015) και βεβαίωση, η οποία βεβαιώνει τη συνδρομή των προϋποθέσεων που καθιστούν τον οφειλέτη επιλέξιμο, αποτυπώνει τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις, προσδιορίζει την τρέχουσα αξία των περιουσιακών στοιχείων, περιλαμβάνει πλήρη στοιχεία κάθε επιχείρησης με έναρξη λειτουργίας μετά την 01.01.2010, την οποία ασκεί συγγενής πρώτου βαθμού ή σύζυγος του οφειλέτη, περιέχει άδεια για κοινοποίηση των δεδομένων στην Εφορία και τους ΦΚΑ και υπογράφεται από τον οφειλέτη. Ο χρηματοδοτικός φορέας, ήτοι η τράπεζα, παρέχει την ρύθμιση ή διαγραφή κατά διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με τα κριτήρια που επιλέγει για την αξιολόγηση της ικανότητας του αιτούμενου τη ρύθμιση ή διαγραφή για να ανταπεξέλθει στης ρυθμισθείσες υποχρεώσεις του, ενώ μπορεί και να την αρνηθεί. Για την παροχή της ρύθμισης ή διαγραφής απαιτείται να έχει γίνει υπαγωγή των οφειλών στην Εφορία ή τους ΦΚΑ σε πρόγραμμα εξυπηρέτησης του ν. 4305/2014. Ο νόμος προβλέπει επίσης τη δυνατότητα περαιτέρω διαγραφής προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων προς το Δημόσιο και τους ΦΚΑ, αν έχει υπαχθεί κάποιος οφειλέτης στο νόμο για τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια. Κατ’ ουσίαν, δηλαδή, ο νόμος αφήνει στη διακριτική ευχέρεια της τράπεζας το ζήτημα του αν θα πραγματοποιηθεί ρύθμιση ή διαγραφή του χρέους, μην προσδίδοντας έτσι πολλά πλεονεκτήματα τελικά στο νόμο, όπως διαμορφώθηκε.
Β) Ρύθμιση με το σύνολο των πιστωτών: Ο νόμος 4307/2014 προβλέπει επίσης στο άρθρο 62 διαδικασία έκτακτης ρύθμισης των υποχρεώσεων επιχειρήσεων και επαγγελματιών με δεσμευτική δύναμη για το σύνολο των πιστωτών. Ειδικότερα, ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα στους οφειλέτες φυσικά ή νομικά πρόσωπα με πτωχευτική ικανότητα, καθώς και των μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών, όπως ορίζονται στο νόμο αυτόν, να αιτηθεί τη ρύθμιση των υποχρεώσεων του, εφόσον συναινούν στη ρύθμιση πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 50,1% του συνόλου των απαιτήσεων. Η σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί μέχρι την 31.03.2016 στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας του οφειλέτη και δικάζεται κατά την εκουσία δικαιοδοσία, ενώ μαζί με την αίτηση πρέπει να υποβληθεί και η συναίνεση των πιστωτών. Η απόφαση δεν υπόκειται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα. Αξιοσημείωτο είναι ότι η υποβολή αίτησης συνεπάγεται την αναστολή τυχόν εκκρεμουσών αιτήσεων υπαγωγής σε εξυγίανση κατά το άρθρο 100 του Πτωχευτικού Κώδικα ή αιτήσεων ειδικής εκκαθάρισης ή κήρυξης σε πτώχευση. Η αποδοχή της αίτησης επιφέρει ως συνέπεια την αναστολή ατομικών και συλλογικών διώξεων κατά του οφειλέτη, την αναστολή για 12 μήνες κάθε μέτρου συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας κήρυξης του οφειλέτη σε πτώχευση.
Γ) Ρύθμιση με τη διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης: Τέλος, ο νόμος 4307/2014 προβλέπει στο άρθρο 68 την έκτακτη διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης για τις υποχρεώσεις κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου με πτωχευτική ικανότητα και μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών, στην οποία μπορούν να υπαχθούν οι ανωτέρω αν βρίσκονται σε μόνιμη και γενική αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών τους υποχρεώσεων. Η αίτηση υποβάλλεται από πιστωτή ή πιστωτές του οφειλέτη, στους οποίους περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένας χρηματοδοτικός φορέας, οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον το 40% του συνόλου των απαιτήσεων του οφειλέτη. Η αίτηση δικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας του οφειλέτη κατά την εκουσία δικαιοδοσία. Το δικαστήριο αν δεχθεί την αίτηση διορίζει ειδικό διαχειριστή, ενώ αναστέλλει όλες τις ατομικές διώξεις κατά της επιχείρησης. Όλες οι εξουσίες των οργάνων της εταιρείας περιέρχονται πλέον στον ειδικό διαχειριστή, ο οποίος συντάσσει απογραφή των στοιχείων της επιχείρησης και υποβάλλει υπόμνημα προσφοράς, ενώ διενεργεί άμεσα δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό για την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης. Αν η όλη διαδικασία εκκαθάρισης δεν ολοκληρωθεί εντός προθεσμίας 12 μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης, τότε η διαδικασία θεωρείται ότι έχει λήξει και ο εκκαθαριστής οφείλει να υποβάλει αίτηση πτώχευσης της επιχείρησης.
Από τη Σοφία Ι. Αντωνοπούλου