Η αστική αφερεγγυότητα των φυσικών προσώπων που δεν έχουν εμπορική ιδιότητα και πτωχευτική ικανότητα, αποτελεί πλέον ένα νομικά ρυθμισμένο κοινωνικό πρόβλημα, ιδίως μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 3869/2010 (γνωστού και ως «νόμου Κατσέλη»), ο οποίος τροποποιήθηκε με το ν. 4161/2013.
Οι διατάξεις του νόμου αυτού, ο οποίος αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο, παρέχουν στα οικονομικά επιβαρυμένα φυσικά πρόσωπα τη δυνατότητα ρύθμισης αλλά και περικοπής, σε πολλές περιπτώσεις, των προς τρίτους οφειλών, επιτρέποντάς τους ταυτόχρονα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να διατηρήσουν το περιουσιακό στοιχείο της πρώτης τους κατοικίας. Σημειωτέον ότι αντίστοιχες νομοθετικές πρωτοβουλίες υπήρξαν ήδη εδώ και χρόνια σε άλλα κράτη.
Τα ερείσματα της θεσμοθέτησης του εν λόγω νομοθετικού πλαισίου ποικίλλουν. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, η απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης κατά το χρονικό διάστημα 2000-2009 είχε ως συνέπεια τη ραγδαία αύξηση των υποχρεώσεων των ιδιωτών. Παράλληλα, η έλευση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, οι φορολογικές επιβαρύνσεις, η αύξηση του κόστους διαβίωσης, η αύξηση της ανεργίας αποτέλεσαν οικονομικές συνθήκες, οι οποίες επιβάρυναν ιδιαίτερα τους ιδιώτες, χωρίς μάλιστα αυτοί να φέρουν μερίδιο ευθύνης.
Στην αρχική του μορφή ο νόμος προέβλεπε την υποχρέωση διενέργειας απόπειρας εξωδικαστικού συμβιβασμού με τους πιστωτές, πράγμα που αποτελούσε διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως για τη δικαστική διευθέτηση των οφειλών του. Πολύ σύντομα, ωστόσο, έγινε αντιληπτό ότι η σχετική διαδικασία δεν είχε κανένα νόημα, καθώς αποδείχθηκε μάλλον αναποτελεσματική.
Μετά την τροποποίηση που επήλθε με το ν. 4161/2013, η σχετική διαδικασία δεν είναι πλέον υποχρεωτική, και η προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αιτούντος. Ο ν. 4161/2013 θεσμοθέτησε τη διαδικασία του προδικαστικού συμβιβασμού, ο οποίος προσδιορίζεται μετά την κατάθεση της αίτησης, κατά τον οποίο είτε επικυρώνεται από τον Ειρηνοδίκη ο προδικαστικός συμβιβασμός ή, σε περίπτωση που δεν καταστεί αυτό εφικτό, θα ληφθεί ή όχι απόφαση για την απαγόρευση των καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη και την απαγόρευση κάθε πραγματικής ή νομικής μεταβολής της περιουσίας του οφειλέτη.
Η ρύθμιση του νόμου αφορά κάθε είδους χρηματική απαίτηση, αν και σκοπός του νόμου είναι η προστασία του μη δολίως αδυνατούντα να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις του οφειλέτη.
Η σχετική αίτηση για την υπαγωγή στις διατάξεις του νόμου κατατίθεται ενώπιον του Ειρηνοδικείου του τόπου κατοικίας ή συνήθους διαμονής του οφειλέτη, ο οποίος πρέπει να είναι πρόσωπο χωρίς εμπορική ιδιότητα, το οποίο περιήλθε χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Η ύπαρξη της εμπορικής ιδιότητας είναι ένας παράγοντας ιδιαίτερα καθοριστικός για την πορεία των αιτήσεων υπαγωγής στο νόμο.
Στην αίτηση πρέπει να περιγράφονται αναλυτικά η κατάσταση των πιστωτών του οφειλέτη, οι οφειλές προς αυτούς, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα (όπως λεπτομερώς καταγράφονται σε κατάσταση που δίνεται στον οφειλέτη από εκάστοτε πιστωτή), η κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και τα εισοδήματά του όσο και του συζύγου του, καθώς και να περιέχει πρόταση του οφειλέτη προς διευθέτηση των χρεών του.
Ο οφειλέτης είναι υποχρεωμένος να αναφέρει στην αίτησή του με ειλικρίνεια την κατάσταση της περιουσίας, κάθε μεταβολή στην προσωπική και περιουσιακή του κατάσταση αμέσως μόλις αυτή συντελεσθεί, αλλά και να συμπεριλάβει στην αίτησή του όλους τους πιστωτές του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι υπό την ισχύ του ν. 4161/2013 (σε αντίθεση με την προγενέστερη μορφή του ν. 3869/2010), η κατάθεση της αίτησης επιφέρει εκ του νόμου αυτοδίκαιη αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος του οφειλέτη και την απαγόρευση μεταβολής της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του. Ωστόσο, ενώ μέχρι το ν. 3869/2010 δεν υπήρχε υποχρέωση του οφειλέτη να καταβάλει κάποιο ελάχιστο ποσό στους δανειστές του μέχρι τη συζήτηση της αίτησής του, με το νέο άρθρο 5 παρ. 2 εδ. γ’ ορίζει ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να προβαίνει στις καταβολές, ανερχόμενες στο 10% της τελευταίας ενήμερης οφειλής προς κάθε πιστωτή, και σε κάθε περίπτωση όχι κάτω των 40,00 € μηνιαίως προς όλους τους δανειστές.
Μοναδικές περιπτώσεις, στις οποίες δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής των ελάχιστων αυτών ποσών προς τους δανειστές, προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 5, και αποτελούν ιδιαίτερα εξαιρετικές περιστάσεις, όπως χρόνια ανεργία, χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας του οφειλέτη, ή άλλων λόγων ίδιας βαρύτητας εξαιτίας των οποίων αδυνατεί να καλύψει τις βασικές βιοτικές του ανάγκες.
Στην τακτική δικάσιμο της αίτησης συζητείται η δικαστική ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να μη δεσμευθεί από τους κανόνες της τακτικής απόδειξης, να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, ακόμα και να δεχθεί μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, ή και να δεχθεί πραγματικά περιστατικά που δεν εισφέρθηκαν νομότυπα, στο πλαίσιο του ανακριτικού συστήματος που ισχύει στην εκούσια δικαιοδοσία.
Ο δικαστής εξετάζει τις τυπικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης και εκδίδει απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη του τα εισοδήματα και την περιουσία του οφειλέτη και του συζύγου του και τις βιοτικές ανάγκες του ίδιου και της οικογενείας του. Η απόφαση ορίζει τις μηνιαίες καταβολές προς τους δανειστές, τον ορισμό εκκαθαριστή, την εκποίηση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του οφειλέτη, εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις του νόμου.
Η απόφαση που εκδίδεται περιλαμβάνει διάταξη για τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη και τις μηνιαίες δόσεις προς τους πιστωτές για διάστημα από τρία έως πέντε έτη, προκειμένου να ικανοποιηθούν κατά ένα μέρος οι δανειστές. Τα μοναδικά κριτήρια για το δικαστή είναι τα εισοδήματα που απομένουν στον οφειλέτη, μετά την αφαίρεση των ποσών που αντιστοιχούν στις βιοτικές ανάγκες του ίδιου και της οικογενείας του. Επιπλέον, το δικαστήριο δε δεσμεύεται από το σχέδιο ρύθμισης που προτείνει ο οφειλέτης στην αίτησή του, αλλά μπορεί να ρυθμίσει εντελώς διαφορετικά την καταβολή των δόσεων προς τους πιστωτές.
Ο δικαστής, ωστόσο, λαμβάνει υπόψη του και τη δυνατότητα ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη, αλλά και τις μέχρι την αίτηση καταβολές που έχει πραγματοποιήσει ο οφειλέτης στους δανειστές του. Σε περίπτωση μεταβολής των συνθηκών έκδοσης της απόφασης, τα μέρη μπορούν εξωδίκως να συμφωνήσουν την τροποποίηση των δόσεων και των καταβολών, αλλιώς υπάρχει η δυνατότητα μεταρρύθμισης της απόφασης κατά το άρθρο 758 ΚΠολΔ.
Το δικαστήριο μπορεί, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (χρόνια ανεργία οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών ή άλλες παρόμοιες αιτίες), τις οποίες αξιολογεί ως ιδιαίτερα σοβαρές, να προσδιορίσει με την απόφασή του μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές ακόμα. Επίσης, μπορεί να αναβάλει να εκδώσει οριστική απόφαση για τις καταβολές και να ορίσει νέα δικάσιμο, όχι νωρίτερα από πέντε μήνες, για τον οριστικό προσδιορισμό των καταβολών αυτών.
Τέλος, πολύ σημαντική ρύθμιση του νόμου είναι η προστασία της κύριας κατοικίας του οφειλέτη από τη ρευστοποίηση. Η δυνατότητα αυτή που παρέχει ο νόμος, ούσα πλήρως εναρμονισμένη με το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα στην περιουσία, αποτελεί το μέσο επίτευξης του σκοπού του νόμου, της υποστήριξης δηλαδή του οφειλέτη ώστε αυτός να καταφέρει να ορθοποδήσει οικονομικά και να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του στο βαθμό που πράγματι δύναται. Το αίτημα για την εξαίρεση της κατοικίας αφορά μόνο την κύρια κατοικία του οφειλέτη, όχι όμως άλλο ακίνητο, όπως π.χ. το εξοχικό ή άλλο ακίνητο συνήθους διαμονής του οφειλέτη.
Προϋπόθεση για να εξαιρεθεί η κύρια κατοικία του οφειλέτη από την εκποίηση είναι η αξία της να μην υπερβαίνει το ισχύον όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας προσαυξημένο κατά 50% και να αποπληρώσει ο οφειλέτης σε διάστημα μέχρι τριάντα πέντε ετών ποσό που αντιστοιχεί μέχρι το 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας.
Αναφορικά με τις μονογονεικές οικογένειες ο νόμος δε συμπεριλαμβάνει ειδική ρύθμιση, η περιορισμένη ωστόσο δυνατότητα του ενός γονέα να εξυπηρετήσει τις οικογενειακές ανάγκες είναι παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται δεόντως από τους δικαστές, οι οποίοι σε περιπτώσεις λύσης προϋφιστάμενου γάμου με διαζύγιο, λογίζουν τους πρώην συζύγους ως δύο ξεχωριστά νοικοκυριά και όχι ως ένα.
Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι οι ρυθμίσεις του ν. 3869/2010, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, είναι αρκετά ευνοϊκές για όσους οφειλέτες αποδεδειγμένα έχουν περιέλθει σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, συνεπεία μη αναγόμενων σε υπαιτιότητά τους λόγων, καθώς δίνεται δια της δικαστικής οδού η δυνατότητα να ορθοποδήσουν αυτοί οικονομικά, να απεμπλακούν από τα αποτελέσματα της υπερχρέωσης και να καταφέρουν να επανενταχθούν στην οικονομική και κοινωνική τους ζωή.
Είναι, τέλος σκόπιμο να αναφέρουμε ότι η μέχρι σήμερα Νομολογία ευνοεί ιδιαίτερα τους προσφεύγοντες στη λύση της ρύθμισης των οφειλών των δανειοληπτών δια της δικαστικής οδού, καθώς η διαγραφή μέρους των χρεών είναι σε υποθέσεις που πληρούν τους όρους του νόμου είναι η συνήθης εξέλιξη των πραγμάτων, σε αντίθεση με τα υπέρογκα επιτόκια και τις πενιχρές περιόδους χάριτος που οι Τράπεζες αντιπροτείνουν.
Από τη Σοφία Ι. Αντωνοπούλου