Θέση ατόμου σε δικαστική συμπαράσταση: Προϋποθέσεις, Διαδικασία, Συνέπειες
Ι. Εισαγωγή
Ο θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης αποβλέπει στην προστασία ανήλικων προσώπων, όταν αυτά αδυνατούν να φροντίσουν μόνα τους τις προσωπικές ή περιουσιακές τους υποθέσεις, καθιερώνοντας τη δυνατότητα να αναλάβει ένα άλλο πρόσωπο τη διεξαγωγή αυτών των υποθέσεων, πρόσωπο που θα πληροί όμως τις προϋποθέσεις και θα διαθέτει τα προβλεπόμενα εχέγγυα.
ΙΙ. Προϋποθέσεις
Ο Αστικός Κώδικας προβλέπει τη δυνατότητα υποβολής ατόμου σε δικαστική συμπαράσταση, για ενήλικο άτομο όταν, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής αδυνατεί να φροντίζει τις υποθέσεις του ή όταν λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού εκθέτει στον κίνδυνο στέρησης τον εαυτό του, το σύζυγό του, τους ανιόντες ή κατιόντες του, ενώ για ανήλικο άτομο, εφόσον συντρέχουν οι όροι της κατά το τελευταίο έτος της ανηλικότητας. Η υποβολή ενός ατόμου σε δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται από το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του ίδιου του πάσχοντος ή του συζύγου του ή των γονέων του ή των τέκνων του ή του εισαγγελέα ή αυτεπάγγελτα, ενώ για τον ανήλικο μπορεί να υποβληθεί αίτηση και από τον επίτροπο του ανηλίκου. Ειδικά, όταν πρόκειται για σωματική αναπηρία του αιτούντος, η υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση γίνεται μόνο κατόπιν αίτησης του ίδιου του πάσχοντος.
Η ψυχική ή διανοητική διαταραχή δεν απαιτείται να είναι μόνιμη, καθώς σε τέτοια περίπτωση η θέση σε δικαστική συμπαράσταση του προσώπου αίρεται όταν εκλείψει η διαταραχή. Σε δικαστική συμπαράσταση μπορεί να τεθούν και ηλικιωμένα πρόσωπα, τα οποία είτε βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, είτε πάσχουν από κάποια σωματική αναπηρία. Η ψυχική ή διανοητική διαταραχή βέβαια δεν αρκεί από μόνη της, αλλά πρέπει αυτή να επηρεάζει και να εμποδίζει σημαντικά την ικανότητα του προσώπου να επιμελείται των υποθέσεών του. Στην έννοια της ασωτίας ανήκει η κατασπατάληση της περιουσίας με τη διενέργεια δυσανάλογων δαπανών σε σχέση με τις οικονομικές δυνάμεις του προσώπου. Η ασωτία, ο αλκοολισμός και η τοξικομανία δικαιολογούν τη θέση σε δικαστική συμπαράσταση μόνο όταν εξαιτίας τους το πρόσωπο θέτει σε κίνδυνο στέρησης τον εαυτό του ή τα συγγενικά του πρόσωπα.
Δικαστικός συμπαραστάτης δεν μπορεί να διοριστεί α) πρόσωπο που δεν έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, β) ο ενήλικος για τον οποίο έχει διοριστεί προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης και γ) πρόσωπο που συνδέεται με σχέση εξάρτησης ή με οποιονδήποτε άλλο στενό δεσμό με τη μονάδα ψυχικής υγείας στην οποία ο συμπαραστατέος έχει εισαχθεί για θεραπεία ή διαμονή.
ΙΙΙ. Διαδικασία
Το δίκαιο για τη θέση σε δικαστική συμπαράσταση προβλέπει τη δυνατότητα η σχετική αίτηση να υποβληθεί α) από τον ίδιο τον πάσχοντα, β) από τον/τη σύζυγό του/της, γ) από τους γονείς, δ) από τα αδέλφια εάν οι γονείς έχουν αποβιώσει, ε) από τα τέκνα του συμπαραστατέου, στ) από τον επίτροπο ανηλίκου ή ζ) αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Μάλιστα, επιβάλλεται σε δημόσιους ή κοινοτικούς υπαλλήλους, στα όργανα κοινωνικών υπηρεσιών, στους προϊσταμένους μονάδων ψυχικής υγείας, αλλά και στους εισαγγελείς, να γνωστοποιούν στο δικαστήριο κάθε περίπτωση που μπορεί να συνεπάγεται την αναγκαιότητα θέσης κάποιου προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση.
Η σχετική αίτηση ασκείται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της συνήθους διαμονής του αιτούντος, ενώ η διαδικασία γίνεται «κεκλεισμένων των θυρών». Το δικαστήριο διορίζει δικαστικό συμπαραστάτη το φυσικό πρόσωπο που προτείνεται, εφόσον έχει συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας του και κρίνεται κατάλληλο για την άσκηση των καθηκόντων του δικαστικού συμπαραστάτη. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι το πρόσωπο που προτείνεται είναι ακατάλληλο, διορίζει άλλο πρόσωπο που θεωρεί περισσότερο κατάλληλο, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων την τυχόν εκφρασμένη βούληση του συμπαραστατέου, τους δεσμούς με άλλα πρόσωπα ή συγγενείς του, και τον κίνδυνο αντίθεσης των συμφερόντων ανάμεσα στο συμπαραστατέο και αυτόν που ζητείται να διορισθεί ως συμπαραστάτης. Αξίζει να σημειωθεί ότι αν δε βρίσκεται κατάλληλο πρόσωπο για να διοριστεί ως δικαστικός συμπαραστάτης, ανατίθεται το σχετικό έργο σε σωματείο ή ίδρυμα ή στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία.
Μέχρι την εκδίκαση της αίτησης, η οποία, ανάλογα με το φόρτο εργασίας του δικαστηρίου, μπορεί να πραγματοποιηθεί μετά από μερικούς μήνες, το δικαστήριο μπορεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων να διορίσει προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη. Ο προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης έχει τα καθήκοντα που ορίζονται από το δικαστήριο, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις ασκεί το έργο που του ανατίθεται μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης επί της σχετικής αίτησης.
Η απόφαση που υποβάλλει ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση, είτε τον κηρύσσει ανίκανο για κάθε δικαιοπραξία (στερητική δικαστική συμπαράσταση, πλήρης ή μερική), είτε ορίζει ότι για την ισχύ όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών απαιτείται η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη (επικουρική δικαστική συμπαράσταση), είτε αποφασίζει το συνδυασμό των ανωτέρω ρυθμίσεων, ορίζοντας ρητά στην απόφαση ποιες πράξεις μπορεί να ενεργεί μόνος του αυτοπροσώπως και για ποιες απαιτείται η συναίνεση του συμπαραστάτη.
Ο δικαστικός συμπαραστάτης, ανάλογα με το είδος της δικαστικής συμπαράστασης, είτε εκπροσωπεί το συμπαραστατούμενο ενεργώντας αντ’ αυτού, είτε απλώς συναινεί για τη διενέργεια μερικών ή όλων των πράξεων που τον αφορούν. Το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την ανάθεση στο δικαστικό συμπαραστάτη και την επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατούμενου, αλλά ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει να εξασφαλίζει στο συμπαραστατούμενο τη δυνατότητα να διαμορφώνει μόνος του τις προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις του, εφόσον το επιτρέπει η κατάστασή του.
Από τη Σοφία Ι. Αντωνοπούλου